ὀπισθόγραφος: Difference between revisions
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=opisthografos | |Transliteration C=opisthografos | ||
|Beta Code=o)pisqo/grafos | |Beta Code=o)pisqo/grafos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[written on the back as well as the front]], of papyrus rolls, Plin.<span class="title">Ep.</span>3.5.17, Luc.<span class="title">Vit. Auct.</span>9, Ulp.in <span class="title">Dig.</span>37.11.4, <span class="title">Gloss.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:57, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, written on the back as well as the front, of papyrus rolls, Plin.Ep.3.5.17, Luc.Vit. Auct.9, Ulp.in Dig.37.11.4, Gloss.
German (Pape)
[Seite 358] hinten, auf der Rückseite beschrieben, Luc. vit. auct. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθόγρᾰφος: -ον, ὁ γεγραμμένος ἐπὶ τοῦ ὄπισθεν μέρους ἢ ἐπὶ τοῦ καλύμματος, βιβλίον Λουκ. Βίων πρᾶσις 9, - τὸ τοῦ Ἰουβεναλίου scriptus et in tergo.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
écrit sur le revers.
Étymologie: ὄπισθεν, γράφω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀπισθόγραφος, -ον)
νεοελλ.
ο γραμμένος στην πίσω σελίδα ενός τίτλου
αρχ.
ο γραμμένος στο πίσω μέρος ενός παπύρου, στο κάλυμμά του.
επίρρ...
οπισθογράφως
με οπισθογράφηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -γραφος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
ο, η
αυτός που κάνει οπισθογράφηση ενός τίτλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. opisthograph (< οπισθο- + -γράφος). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Greek Monotonic
ὀπισθόγρᾰφος: -ον, γραμμένος στην πίσω πλευρά σελίδας ή εξώφυλλου, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὀπισθόγρᾰφος: исписанный на обороте (βιβλίον Luc.).