ὀπιθόμβροτος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=opithomvrotos
|Transliteration C=opithomvrotos
|Beta Code=o)piqo/mbrotos
|Beta Code=o)piqo/mbrotos
|Definition=ον, poet. for [[ὀπισθόμβροτος]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[following a mortal]], <b class="b3">ὀ. αὔχημα</b> the glory [[that lives after men]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.92</span>.</span>
|Definition=ον, poet. for [[ὀπισθόμβροτος]], [[following a mortal]], <b class="b3">ὀ. αὔχημα</b> the glory [[that lives after men]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.92</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:57, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπῐθόμβροτος Medium diacritics: ὀπιθόμβροτος Low diacritics: οπιθόμβροτος Capitals: ΟΠΙΘΟΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: opithómbrotos Transliteration B: opithombrotos Transliteration C: opithomvrotos Beta Code: o)piqo/mbrotos

English (LSJ)

ον, poet. for ὀπισθόμβροτος, following a mortal, ὀ. αὔχημα the glory that lives after men, Pi.P.1.92.

German (Pape)

[Seite 357] poet. für ὀπισθόμβροτος, dem Sterblichen hinterher folgend, αὔχημα, der Nachruhm, Pind. P. 1, 92.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπῐθόμβροτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀπισθόμβροτος, ὁ ἀκολουθῶν θνητόν, ὀπ. αὔχημα, ἡ δόξα ἥτις ζῇ μετὰ θάνατον, Πινδ. Π. 1. 179.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui survit aux mortels.
Étymologie: ὄπιθε, βροτός.

English (Slater)

ὀπῐθόμβροτος
   1 that follows after men ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει (P. 1.92)

Greek Monolingual

ὀπιθόμβροτος, -ον (Α)
αυτός που ζει μετά τον θάνατο, που ακολουθεί τον θνητό («ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας» — η δόξα που ζει μετά τον θάνατο, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπιθεν, ποιητ. τ. του ὄπισθεν + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. λησί-μβροτος, μελά-μβροτος].

Greek Monotonic

ὀπῐθόμβροτος: -ον, ποιητ. αντί ὀπισθό-μβροτος, -ον, αυτός που ακολουθεί έναν θνητό, ὀπιθόμβροτον αὔχημα, δόξα που διαρκεί και μετά τον θάνατο, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀπιθόμβροτος: переживающий смертных, посмертный (αὔχημα Pind.).

Middle Liddell

ὀπῐθό-μβροτος, ον, [poetic for ὀπισθόμβροτος]
following a mortal, ὀπιθ. αὔχημα glory that lives after men, Pind.