δήμευσις: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δήμευσις:''' εως ἡ обращение в доход государства, конфискация (χρημάτων Plat.; φυγὴ καὶ δ. Arst.; δημεύσεις οὐσιῶν Plut.): ἀειφυγίᾳ καὶ δημεύσει τῶν ὑπαρχόντων ζημιοῦν Dem. приговорить к пожизненному изгнанию с конфискацией имущества.
|elrutext='''δήμευσις:''' εως ἡ [[обращение в доход государства]], [[конфискация]] (χρημάτων Plat.; φυγὴ καὶ δ. Arst.; δημεύσεις οὐσιῶν Plut.): ἀειφυγίᾳ καὶ δημεύσει τῶν ὑπαρχόντων ζημιοῦν Dem. приговорить к пожизненному изгнанию с конфискацией имущества.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 15:05, 2 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δήμευσις Medium diacritics: δήμευσις Low diacritics: δήμευσις Capitals: ΔΗΜΕΥΣΙΣ
Transliteration A: dḗmeusis Transliteration B: dēmeusis Transliteration C: dimefsis Beta Code: dh/meusis

English (LSJ)

εως, ἡ, confiscation of property, θάνατον ἢ φυγὴν ἢ δ. χρημάτων IG12.101.7, cf. Pl.Prt.325c (pl.), D.17.15; δ. alone, Arist. Pol.1298a6; δημεύσει τῶν ὑπαρχόντων ζημιοῦν D.21.43; τῆς οὐσίης SIG167.26 (Mylasa, iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 561] ἡ, die mit der Achtserklärung verbundene Einziehung des Vermögens; χρημάτων, Plat. Prot. 325 c; Dem. 17, 15; vgl. Arist. pol. 4, 11. 6, 3; auch Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δήμευσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς τὸ δημόσιον μεταβίβασις τῆς περιουσίας τινός, Λατ. publicatio bonorum, χρημάτων δημεύσεις Πλάτ. Πρωτ. 325C, πρβλ. Δημ. 215. 24, Ἀριστ. Πολ. 4. 14, 3· δημεύσει τῶν ὑπαρχόντων ζημιοῦν Δημ. 528. 7· τῆς οὐσίας Συλλ. Ἐπιγρ. 2691d.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
confiscation.
Étymologie: δημεύω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
confiscación, incautación pública de bienes, esp. en cont. polít. o judicial, abs. θάνατος καὶ φυγὴ καὶ δ. Arist.Pol.1298a6, σφαγὰς ... ἢ ἐλάσεις ἢ δημεύσεις Luc.Phal.1.3, cf. Plu.2.782c, ὥστε ἐκ τῆς συκοφαντίας αὐτοῦ παθεῖν με δήμευσιν καὶ θλίψιν POxy.2267.8 (IV d.C.), cf. 1101.25 (IV d.C.), IEphesos 39.23 (VI d.C.), φυγαὶ καὶ δημεύσεις Gr.Nyss.Eun.1.123, cf. Basil.Hex.5.2 (p.286), Gr.Naz.M.35.1209C, Synes.Ep.66 (p.113.10), Pall.V.Chrys.20.609
frec. c. gen. δ. χρημάτων Pl.Prt.325c, IG 13.96.7 (V a.C.), Arist.Ath.67.5, δ. τῶν ὑπαρχόντων D.21.43, cf. 17.15, Isoc.18.19, δ. τῆς οὐσίης IMylasa 2.10 (IV a.C.), D.S.18.65, cf. Socr.Ep.7.5, δ. τῶν ὄντων Hld.2.9.3, cf. 6.2.3, δ. περιουσίας App.BC 1.73, κτημάτων ὧν ἐκέκτηντο δημεύσεις D.H.5.13, cf. Lib.Or.22.24, Eus.VC 1.55.3.

Greek Monotonic

δήμευσις: -εως, ἡ, κατάσχεση περιουσίας, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δήμευσις -εως, ἡ [δημεύω] verbeurdverklaring.

Russian (Dvoretsky)

δήμευσις: εως ἡ обращение в доход государства, конфискация (χρημάτων Plat.; φυγὴ καὶ δ. Arst.; δημεύσεις οὐσιῶν Plut.): ἀειφυγίᾳ καὶ δημεύσει τῶν ὑπαρχόντων ζημιοῦν Dem. приговорить к пожизненному изгнанию с конфискацией имущества.

Middle Liddell


confiscation of one's property, Plat.

English (Woodhouse)

confiscation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)