φερέμηλος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[φερέμηλος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> producing [[sheep]] καὶ σποράδας φερεμήλους ἔκτισαν νάσους (Pae. 5.38)
|sltr=[[φερέμηλος]], -ον</b> producing [[sheep]] καὶ σποράδας φερεμήλους ἔκτισαν νάσους (Pae. 5.38)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για νήσο) αυτός που έχει [[πολλά]] αρνιά, [[πολύμηλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του <i>α</i>' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μηλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] [ΙΙ] «[[πρόβατο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δεξί</i>-<i>μηλος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(για νήσο) αυτός που έχει [[πολλά]] αρνιά, [[πολύμηλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του <i>α</i>' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μηλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] [ΙΙ] «[[πρόβατο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δεξί</i>-<i>μηλος</i>].
}}
}}

Revision as of 11:40, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερέμηλος Medium diacritics: φερέμηλος Low diacritics: φερέμηλος Capitals: ΦΕΡΕΜΗΛΟΣ
Transliteration A: pherémēlos Transliteration B: pheremēlos Transliteration C: feremilos Beta Code: fere/mhlos

English (LSJ)

ον, = πολύμηλος, νᾶσοι Pi.Pae.5.38.

English (Slater)

φερέμηλος, -ον producing sheep καὶ σποράδας φερεμήλους ἔκτισαν νάσους (Pae. 5.38)

Greek Monolingual

-ον, Α
(για νήσο) αυτός που έχει πολλά αρνιά, πολύμηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -μηλος (< μῆλον [ΙΙ] «πρόβατο»), πρβλ. δεξί-μηλος].