ἀμευσίπορος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ᾰμευσῐπορος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[where]] ways [[interchange]] ἧρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ [[πρίν]] (ἀμευσιπόρους [[τριόδους]] Hermann, met. gr.) (P. 11.38)
|sltr=<b>ᾰμευσῐπορος, -ον</b> [[where]] ways [[interchange]] ἧρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ [[πρίν]] (ἀμευσιπόρους [[τριόδους]] Hermann, met. gr.) (P. 11.38)
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:45, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμευσίπορος Medium diacritics: ἀμευσίπορος Low diacritics: αμευσίπορος Capitals: ΑΜΕΥΣΙΠΟΡΟΣ
Transliteration A: ameusíporos Transliteration B: ameusiporos Transliteration C: amefsiporos Beta Code: a)meusi/poros

English (LSJ)

ον, path-shifting, τρίοδος Pi.P.11.38.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμευσίπορος: -ον, ὁ ἔχων ἐναλλάσσοντας πόρους, ἔνθα αἱ ὁδοὶ διασταυροῦνται, τρίοδοι, Πινδ. Π. 11. 58.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où les routes s'entrecroisent (litt. s'échangent), carrefour.
Étymologie: *ἀμεύομαι, πόρος.

English (Slater)

ᾰμευσῐπορος, -ον where ways interchange ἧρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν (ἀμευσιπόρους τριόδους Hermann, met. gr.) (P. 11.38)

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰμευσῐ-]
donde se cambia de camino τρίοδος Pi.P.11.38.

Greek Monolingual

ἀμευσίπορος, -ον (Α)
αυτός, στον οποίο διασταυρώνονται οι δρόμοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμευσι- (< ἀμεύομαι) + πόρος.

Greek Monotonic

ἀμευσίπορος: -ον, αυτός που έχει μονοπάτια που διασταυρώνονται μεταξύ τους, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμευσίπορος: с перемежающимися проходами, т. е. перекрещивающийся (τρίοδοι Pind.).

Middle Liddell

with interchanging paths, Pind.