κοσμήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[κοσμήτωρ]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[marshal]] Φρυγίας κοσμήτορα μάχας sc.? Ὅμηρον ?fr. 347.
|sltr=[[κοσμήτωρ]] [[marshal]] Φρυγίας κοσμήτορα μάχας sc.? Ὅμηρον ?fr. 347.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:05, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμήτωρ Medium diacritics: κοσμήτωρ Low diacritics: κοσμήτωρ Capitals: ΚΟΣΜΗΤΩΡ
Transliteration A: kosmḗtōr Transliteration B: kosmētōr Transliteration C: kosmitor Beta Code: kosmh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, poet. for κοσμητής (in late Prose, Jul.Gal.49 e), A one who marshals an army, commander, leader, Ἀτρεΐδα… δύω, κοσμήτορε λαῶν Il.1.16, 375; δοιὼ… κοσμήτορε λαῶν 3.236; ἐν χερσὶν ἔθηκε δέπας κοσμήτορι λ. Od.18.152; guide, director, παιδός A.R.1.194. 2 one who adorns, ἡρώων κ. Ὅμηρον Epigr. ap. Arist.Fr.76. 3 = κοσμητής 1.2, IG3.740, al.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμήτωρ: -ορος, ὁ ποιητ. ἀντὶ κοσμητής, ὁ παρατάττων στρατόν, ἢ ἄγων αὐτὸν εἰς πόλεμον, ἡγεμών, Ἀτρείδα... δύω, κοσμήτορε λαῶν Ἰλ. Α. 16, 375· δοιώ... κοσμήτορε λαῶν Γ. 236· ἐν χερσὶν ἔθηκε δέπας κοσμήτορι λαῶν Ὀδ. Σ. 152· ὁδηγός, διευθυντής, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 194. 2) κοσμητὴς Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 950, 953, 959, ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
ordonnateur ; chef.
Étymologie: κοσμέω.

English (Autenrieth)

ορος: marshaller, in Il. always κοσμήτορε λᾶῶν, of the Atrīdae and the Dioscūri; sing., Od. 18.152.

English (Slater)

κοσμήτωρ marshal Φρυγίας κοσμήτορα μάχας sc.? Ὅμηρον ?fr. 347.

Greek Monolingual

κοσμήτωρ, -ορος, ὁ (Α)
βλ. κοσμήτορας.

Greek Monotonic

κοσμήτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. αντί κοσμητής, αυτός που διατάσσει το στράτευμα, διοικητής, αρχιστράτηγος, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοσμήτωρ -ορος, ὁ [κοσμέω] aanvoerder, leider.

Russian (Dvoretsky)

κοσμήτωρ: ορος ὁ вождь, предводитель, руководитель (λαῶν Hom.).

Middle Liddell

κοσμήτωρ, ορος, [poetic for κοσμητής
one who marshals an army, a commander, Hom.