ἄκορος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ᾰκορος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[without]] [[tedium]], [[weariness]] [[εἰρεσία]] δ' ὑπεχώρησεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν [[ἄκορος]] (P. 4.202)
|sltr=<b>ᾰκορος, -ον</b> [[without]] [[tedium]], [[weariness]] [[εἰρεσία]] δ' ὑπεχώρησεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν [[ἄκορος]] (P. 4.202)
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 12:30, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκορος Medium diacritics: ἄκορος Low diacritics: άκορος Capitals: ΑΚΟΡΟΣ
Transliteration A: ákoros Transliteration B: akoros Transliteration C: akoros Beta Code: a)/koros

English (LSJ)

ον, = ἀκόρεστος: untiring, ceaseless, εἰρεσία Pi.P.4.202.

German (Pape)

[Seite 77] (unersättlich), ununterbrochen, εἰρεσία Pind. P. 4, 202. ἡ, Pflanze, Calmus, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκορος: -ον, ἀκόρεστος: ὁ μὴ εἰς κόπωσιν ὑποκείμενος, ἀδιάκοπος, εἰρεσία, Πινδ. Π. 4. 360.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
insatiable, infatigable.
Étymologie: , κόρος.

English (Slater)

ᾰκορος, -ον without tedium, weariness εἰρεσία δ' ὑπεχώρησεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν ἄκορος (P. 4.202)

Spanish (DGE)

-ον
incansable εἰρεσία Pi.P.4.202, τὸν ἄκορον βοᾶς ... Ἄρη A.Supp.635.

Greek Monolingual

ἄκορος, -ον (Α)
ο αδιάκοπος
«ἄκορος εἰρεσία» (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κόρος < κορέννυμι.
ΠΑΡ. ἀκορία (Ι)].

Greek Monotonic

ἄκορος: -ον = ἀκόρεστος· ακούραστος, ακαταπόνητος, αδιάλειπτος, συνεχής, Λατ. improbus, εἰρεσία, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκορος: неутомимый, безостановочный (εἰρεσια Pind.).

Middle Liddell

= ἀκόρεστος
untiring, ceaseless, Lat. improbus, εἰρεσία Pind.