μῶκος: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />moquerie.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. pour ce mot qui n’apparaît qu’à l’ép. hellénistique.
|btext=ου (ὁ) :<br />moquerie.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. pour ce mot qui n’apparaît qu’à l'ép. hellénistique.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μῶκος]], ὁ (Α)<br />[[χλευασμός]] με μορφασμό του προσώπου, [[εμπαιγμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[μωκός]], με αναβιβασμό του τόνου (<b>βλ.</b> και <i>μωκῶμαι</i>)].
|mltxt=[[μῶκος]], ὁ (Α)<br />[[χλευασμός]] με μορφασμό του προσώπου, [[εμπαιγμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[μωκός]], με αναβιβασμό του τόνου (<b>βλ.</b> και <i>μωκῶμαι</i>)].
}}
}}

Revision as of 10:15, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῶκος Medium diacritics: μῶκος Low diacritics: μώκος Capitals: ΜΩΚΟΣ
Transliteration A: mō̂kos Transliteration B: mōkos Transliteration C: mokos Beta Code: mw=kos

English (LSJ)

ὁ, mockery, Anon. ap. Ath.5.187a, Simp.in Epict.p.58 D.(pl.); cj. in Epich.148.

German (Pape)

[Seite 225] ὁ, Spott, Hohn, bes. durch Nachäffung, Ath. V, 187 a u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῶκος: ὁ, ἐμπαιγμός, περίγελως, Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 187Α, Σιμπλίκ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
moquerie.
Étymologie: DELG pas d'étym. pour ce mot qui n’apparaît qu’à l'ép. hellénistique.

Greek Monolingual

μῶκος, ὁ (Α)
χλευασμός με μορφασμό του προσώπου, εμπαιγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του μωκός, με αναβιβασμό του τόνου (βλ. και μωκῶμαι)].