σκάλοψ: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οπος (ὁ) :<br />taupe, <i>litt.</i> « l’animal fouisseur ».<br />'''Étymologie:''' [[σκάλλω]].
|btext=οπος (ὁ) :<br />taupe, <i>litt.</i> « l'animal fouisseur ».<br />'''Étymologie:''' [[σκάλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:30, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάλοψ Medium diacritics: σκάλοψ Low diacritics: σκάλοψ Capitals: ΣΚΑΛΟΨ
Transliteration A: skálops Transliteration B: skalops Transliteration C: skalops Beta Code: ska/loy

English (LSJ)

[ᾰ], οπος, ὁ,= σπάλαξ, Ar.Ach.879: Phot. cites σκάλωψ (σκάλοψ?) from Cratin.93.

German (Pape)

[Seite 888] οπος, ὁ, der Maulwurf, eigtl. der Schaufler, Gräber (σκάλλω); Ar. Ach. 844, Schol. σπάλακες; Cratin. bei Phot.

Greek (Liddell-Scott)

σκάλοψ: -οπος, ὁ, (ἴδε σκάλλω), δηλ. ὁ ἀσπάλαξ, «ζῷον γεωρύχον, τυφλὸν» Ἡσύχ., (Ἀρχ. Ἀγγλ. mould warp, ὁ ἀνασκάπτων γῆν, ἐπισωρεύων χῶμα), Ἀριστοφ. Ἀχ. 879· πρβλ. σπάλαξ· ὁ Φώτ. μνημονεύει τύπον σκάλωψ (σκάλοψ;) ἐκ τοῦ Κρατίν. ἐν «Κλεοβουλίνῃ» 6.

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ) :
taupe, litt. « l'animal fouisseur ».
Étymologie: σκάλλω.

Greek Monolingual

-οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α
(λόγιος τ.) ο τυφλοπόντικας, ο ασπάλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. σπάλαξ (βλ. λ. ασπάλακας), ο οποίος έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. σκάλλω με επίθημα -οψ, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (πρβλ. δρύ-οψ, έπ-οψ)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκάλοψ -οπος, ὁ [σκάλλω] mol (dier).

Russian (Dvoretsky)

σκάλοψ: οπος (ᾰ) ὁ крот Arph.

Frisk Etymological English

See also: s. σκόλοψ.

Middle Liddell

σκάλοψ, οπος, σκάλλω
the digger, i. e. the mole, Ar.

Frisk Etymology German

σκάλοψ: {skálops}
See also: s. σκόλοψ.
Page 2,716

English (Woodhouse)

animal

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)