συνοργίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συνοργισθήσομαι, <i>réc.</i> συνοργιοῦμαι, <i>ao.</i> συνωργίσθην;<br />s'associer à la colère <i>ou</i> à l’indignation de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], ὀργίζομαι.
|btext=<i>f.</i> συνοργισθήσομαι, <i>réc.</i> συνοργιοῦμαι, <i>ao.</i> συνωργίσθην;<br />s'associer à la colère <i>ou</i> à l'indignation de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], ὀργίζομαι.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:40, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοργίζομαι Medium diacritics: συνοργίζομαι Low diacritics: συνοργίζομαι Capitals: ΣΥΝΟΡΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synorgízomai Transliteration B: synorgizomai Transliteration C: synorgizomai Beta Code: sunorgi/zomai

English (LSJ)

fut. -ισθήσομαι D.21.100, -ιοῦμαι Lib.Or.42.29: aor. συνωργίσθην D.21.6:—to be angry together, τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isoc. 4.181, cf. Plu.2.490c: abs., D.21.6, Plu.2.63c, Marin.Procl.20; meet anger with anger, Phld.Ir.p.34 W.

Greek (Liddell-Scott)

συνοργίζομαι: μέλλ. -ισθήσομαι, Δημ. 547. 6, -ιοῦμαι Λιβάν.· ἀόρ. συνωργίσθην· ἀποθετ. Ὀργίζομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι, μετά τινος, Ἰσοκρ. 78Ε, Δημ. 516. 7, ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 63C· καὶ γὰρ τᾷ Δάματρι συνωργίσθη Διόνυσος Καλλ. εἰς Δήμητρ. 72, κλπ.

French (Bailly abrégé)

f. συνοργισθήσομαι, réc. συνοργιοῦμαι, ao. συνωργίσθην;
s'associer à la colère ou à l'indignation de, τινι.
Étymologie: σύν, ὀργίζομαι.

Greek Monolingual

A
οργίζομαι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὀργίζομαι (< ὀργή)].

Greek Monotonic

συνοργίζομαι: αόρ. αʹ -ωργίσθην, αποθ., οργίζομαι, θυμώνω από κοινού με, τινι, σε Ισοκρ., Δημ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

συνοργίζομαι: (fut. συνοργισθήσομαι, aor. συνωργίσθην) вместе сердиться Dem., Plut.: συνοργισθῆναι τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isocr. разделить гнев обиженных.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοργίζομαι [σύν, ὀργίζομαι] zich mede boos maken op, met dat.

Middle Liddell

aor1 -ωργίσθην
Dep.:— to be angry together with, τινι Isocr., Dem., etc.