ἐκγλύφω: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=casser l’œuf pour faire éclore;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐκγλύφομαι (<i>ao. 3ᵉ pl.</i> ἐξεγλύψαντο) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[γλύφω]].
|btext=casser l'œuf pour faire éclore;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐκγλύφομαι (<i>ao. 3ᵉ pl.</i> ἐξεγλύψαντο) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[γλύφω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:55, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκγλύφω Medium diacritics: ἐκγλύφω Low diacritics: εκγλύφω Capitals: ΕΚΓΛΥΦΩ
Transliteration A: ekglýphō Transliteration B: ekglyphō Transliteration C: ekglyfo Beta Code: e)kglu/fw

English (LSJ)

[ῠ], A scoop out, τὸν χόνδρον Meges ap.Orib.44.24.1: pf. Pass. ἐξέγλυμμαι Pl.R.616d; part. ἐκγεγλυμμένη Gal.18(2).618. II hatch, τὰ νεόττια Ael.NA2.33:—Med., ᾠὰ ἐξεγλύψαντο Plu.TG17:—also intr. in Act., τὰ ᾠὰ διὰ κά (sc. ἡμερῶν) ἐκγλύφει GP. 14.7.28.

German (Pape)

[Seite 755] 1) aushöhlen, ausmeißeln; σφόνδυλος κοῖλος καὶ ἐξεγλυμμένος Plat. Rep. X, 616 d; τυρὸς ἐξεγλυμμένος Eupol. E. M 311, 55. – 2) ausbrüten, τὰ νεόττια Ael. H. A. 2, 33; so auch im med., τὰ ᾠὰ ἐξεγλύψαντο Plut. Tib. Graech. 17. Vgl. ἐκκολάπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκγλύφω: ῠ, διακοιλαίνω, κοῖλον ποιῶ: ἀντὶ τοῦ ὁμαλοῦ πρκμ. ἐκγέγλυμαι, εὑρίσκομεν τὸν ἀνώμαλον ἐξέγλυμμαι ἐν Πλάτ. Πολ. 616D· πρβλ. κατεγλώττισμαι. ΙΙ. ἐκκολάπτω, «ξεπουλιάζω», τὰ νεόττια Αἰλ. π. Ζ. 2. 33· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ᾠὰ ἐξεγλύψαντο Πλουτ. Τ. Γράκχ. 17· ἴδε Κόντ. ἐν Σωκράτει σ. 133.

French (Bailly abrégé)

casser l'œuf pour faire éclore;
Moy. ἐκγλύφομαι (ao. 3ᵉ pl. ἐξεγλύψαντο) m. sign.
Étymologie: ἐκ, γλύφω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῠ-]
I 1vaciar, ahuecar καὶ ἐάν τις ἐκγλύψας θῇ λίθον εἰς τὸ δένδρον Thphr.HP 5.2.4, ἐκγλύφειν κυαθίσκῳ μηλωτρίδος τὸν ἐγκείμενον ὄγκον Aët.7.82, en v. pas. τυρὸς ἐξεγλυμμένος queso agujereado Eup.361, σφόνδυλος κοῖλος καὶ ἐξεγλυμμένος Pl.R.616d, cf. Gal.4.95, Procl.in R.2.213, μία (κορώνη) ... καθάπερ ἐκγεγλυμμένη κατὰ τὸ μέσον αὐτοῦ τροχηλίᾳ παραπλησίως Gal.18(2).618
cirug. legrar ἐξέγλυψεν ἡ φύσις ἑκατέρωθεν τὸ τοῦ βραχίονος ὀστοῦν Gal.4.429, τὸ χόνδρον Meges en Orib.44.21.1
hacer salir del cascarón rompiéndolo τὰ νεόττια Ael.NA 2.33
cascar, romper el cascarón τὰ ᾠὰ ἐκγλύφει (ἡ ὄρνις) Ael.NA 2.38, cf. Gp.14.7.28, en v. pas. Hsch.s.u. κροτητά.
2 tallar, grabar ἐπὶ δὲ τῆς τραπέζης μαίανδρον ἐξέγλυψαν I.AI 12.71, ἐκεῖνα (ζῷα) διὰ τῆς τορείας ἐκγλύφουσι τοῦ λίθου Gr.Nyss.Hom.in Cant.407.18, en v. pas. γράμμα CIRB 130.7 (II/I a.C.).
II en v. med. cascarse, abrirse καὶ ταῦτ' ἐξεγλύψαντο (τὰ ᾠά) Plu.TG 17.

Greek Monolingual

(AM ἐκγλύφω)
καθιστώ κάτι κοίλο με γλύφανο ή εκγλυφίδα
μσν.
φρ. «ἐξέγλυψαν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ» — του έβγαλαν τα μάτια)
αρχ.
εκκολάπτω, ξεπουλιάζω.

Greek Monotonic

ἐκγλύφω: [ῠ], μέλ. -ψω·
I. σκαλίζω, κάνω κάτι κοίλο· ανώμ. Παθ. παρακ. ἐξέγλυμμαι, σε Πλάτ.
II. εκκολάπτω, κλωσσώ, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκγλύφω: (ῠ)
1) выдалбливать: ἐξεγλυμμένος Plat. вогнутый;
2) med. высиживать (ὄφεις ἐξεγλύψαντο τὰ ᾠά Plut.).

Middle Liddell

fut. ψω
I. to scoop out: irr. perf. pass. ἐξέγλυμμαι Plat.
II. to hatch, Plut.