πεντακυμία: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πεντᾰκῡμία''': ἡ, [[πέντε]] κύματα ἀλλεπάλληλα (ὑπερβολικὴ [[ἔκφρασις]] ἀντὶ τοῦ [[τρικυμία]]), τὰς τρικυμίας καὶ νὴ Δία πεντακυμίας τε καὶ δεκακυμίας Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 2· πρβλ.[[τρικυμία]].
|lstext='''πεντᾰκῡμία''': ἡ, [[πέντε]] κύματα ἀλλεπάλληλα (ὑπερβολικὴ [[ἔκφρασις]] ἀντὶ τοῦ [[τρικυμία]]), τὰς τρικυμίας καὶ νὴ Δία πεντακυμίας τε καὶ δεκακυμίας Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 2· πρβλ. [[τρικυμία]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 08:20, 21 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντᾰκῡμία Medium diacritics: πεντακυμία Low diacritics: πεντακυμία Capitals: ΠΕΝΤΑΚΥΜΙΑ
Transliteration A: pentakymía Transliteration B: pentakymia Transliteration C: pentakymia Beta Code: pentakumi/a

English (LSJ)

ἡ, fifth wave, supposed to be larger than the four preceding, Luc.Merc.Cond.2; cf. τρικυμία.

German (Pape)

[Seite 556] ἡ, die fünfte Welle, die nach einigen Beobachtungen jedesmal größer als die vier vorhergehenden sein soll; oder, wie Andere erklären, so groß wie fünf andere, Luc. de merc. cond. 1. Vgl. τρικυμία.

Greek (Liddell-Scott)

πεντᾰκῡμία: ἡ, πέντε κύματα ἀλλεπάλληλα (ὑπερβολικὴ ἔκφρασις ἀντὶ τοῦ τρικυμία), τὰς τρικυμίας καὶ νὴ Δία πεντακυμίας τε καὶ δεκακυμίας Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 2· πρβλ. τρικυμία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
cinquième vague ; vague énorme, celle qui met le comble aux autres (cf. τρικυμία).
Étymologie: πέντε, κῦμα.

Greek Monolingual

ἡ, Α
πέντε κύματα αλλεπάλληλα, δηλ. μεγάλη τρικυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -κυμία (< -κυμος < κῦμα), λ. πλασμένη κατά το τρι-κυμία].

Greek Monotonic

πεντᾰκῡμία: ἡ, το πέμπτο κύμα, θεωρείται πως είναι μεγαλύτερο από τα τέσσερα που προηγούνται, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

πεντᾰκῡμία: ἡ пятая волна, т. е. огромный вал, водяная гора (ср. «девятый вал») Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντακυμία -ας, ἡ [πεντα-, κῦμα] vijfde golf.

Middle Liddell

πεντᾰκῡμία, ἡ,
the fifth wave, supposed to be larger than the four preceding, Luc.