αὐστηρότης: Difference between revisions
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=afstirotis | |Transliteration C=afstirotis | ||
|Beta Code=au)sthro/ths | |Beta Code=au)sthro/ths | ||
|Definition=ητος, ἡ, < | |Definition=ητος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[harshness]], [[roughness]], X.An.5.4.29; [[οἴνου]], opp. [[γλυκύτης]], Pl.Tht.178c, Thphr.HP7.9.5.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[harshness]], [[crabbedness]], τοῦ γήρως Pl.Lg.666b, cf. D.C.56.3. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:27, 26 September 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A harshness, roughness, X.An.5.4.29; οἴνου, opp. γλυκύτης, Pl.Tht.178c, Thphr.HP7.9.5.
2 metaph., harshness, crabbedness, τοῦ γήρως Pl.Lg.666b, cf. D.C.56.3.
Greek (Liddell-Scott)
αὐστηρότης: -ητος, ἡ, τραχύτης, δριμύτης, οἴνου Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29· ἡ περὶ οἴνου αὐστ., ἀντιθέτως πρὸς τὸ γλυκύτης Πλάτ. Θεαίτ. 178C. 2) μεταφ. τραχύτης, χαλεπότης, τοῦ γήρως ὁ αὐτ. Νόμ. 666Β, πρβλ. Δίωνα Κ. 56. 3.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
sécheresse, âpreté, saveur âcre.
Étymologie: αὐστηρός.
Ant. γλυκύτης.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
I de cosas aspereza, acritud del vino puro, X.An.5.4.29, de jugos vegetales, Thphr.HP 7.9.5
•sequedad op. γλυκύτης οἴνου Pl.Tht.178c.
II de pers.
1 sequedad τοῦ γήρως Pl.Lg.666b, τοῦ πρεσβυτέρου D.C.56.3.3
•austeridad πατέρων Ephr.Syr.1.17B, τῆς σωφροσύνης Chrys.Sac.6.2.32, ἀδελφῶν Nil.M.79.1129C.
2 severidad πνεῦμα αὐστηρότητος Chrys.M.61.117, ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ... οὐκ ἠνείχετο τῆς αὐστηρότητος ταύτης Chrys.M.63.465.
Greek Monotonic
αὐστηρότης: -ητος, ἡ, τραχύτητα, δριμύτητα, οἴνου, σε Ξεν.· μεταφ., τραχύτητα, στριφνότητα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
αὐστηρότης: ητος ἡ
1) терпкость, вяжущий вкус (οἴνου Xen. и περὶ οἴνου Plat.);
2) суровость, резкость, желчность (τοῦ γήρως Plat.).
Middle Liddell
[From αὐστηρός
harshness, roughness, οἴνου Xen.: metaph. austerity, harshness, Plat.