μαυρώνω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM μαυρῶ, -όω, Μ και [[μαυρώνω]])<br />[[μαυρίζω]], [[αμαυρώνω]], [[θαμπώνω]], [[τυφλώνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σκοτεινιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> θλίβομαι, [[υποφέρω]], [[δυστυχώ]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>μαυρωμένος</i>,-<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[μαυρειδερός]], [[μελαψός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] κάποιον αδύνατο, ανίσχυρο («κρατερὸν ὄνθ' [[ὅμως]] μαυροῡμεν ὑφ' αἵματος νέου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] κάποιον ή [[κάτι]] σκοτεινό, αφανές, [[αφαιρώ]] τη [[λάμψη]], τη [[δόξα]] ή την [[τιμή]] από κάποιον ή από [[κάτι]] («ῥεῑα δὲ μιν μαυροῦσι θεοί», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Μαυρόω</i>, -<i>ῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμαυρόω]], -<i>ῶ</i>].
|mltxt=(ΑM μαυρῶ, -όω, Μ και [[μαυρώνω]])<br />[[μαυρίζω]], [[αμαυρώνω]], [[θαμπώνω]], [[τυφλώνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σκοτεινιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> θλίβομαι, [[υποφέρω]], [[δυστυχώ]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>μαυρωμένος</i>,-<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[μαυρειδερός]], [[μελαψός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] κάποιον αδύνατο, ανίσχυρο («κρατερὸν ὄνθ' [[ὅμως]] μαυροῦμεν ὑφ' αἵματος νέου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] κάποιον ή [[κάτι]] σκοτεινό, αφανές, [[αφαιρώ]] τη [[λάμψη]], τη [[δόξα]] ή την [[τιμή]] από κάποιον ή από [[κάτι]] («ῥεῖα δὲ μιν μαυροῦσι θεοί», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Μαυρόω</i>, -<i>ῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμαυρόω]], -<i>ῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 27 September 2022

Greek Monolingual

(ΑM μαυρῶ, -όω, Μ και μαυρώνω)
μαυρίζω, αμαυρώνω, θαμπώνω, τυφλώνω
μσν.
1. σκοτεινιάζω
2. μτφ. θλίβομαι, υποφέρω, δυστυχώ
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρωμένος,-η, -ον
μαυρειδερός, μελαψός
αρχ.
1. καθιστώ κάποιον αδύνατο, ανίσχυρο («κρατερὸν ὄνθ' ὅμως μαυροῦμεν ὑφ' αἵματος νέου», Αισχύλ.)
2. μτφ. καθιστώ κάποιον ή κάτι σκοτεινό, αφανές, αφαιρώ τη λάμψη, τη δόξα ή την τιμή από κάποιον ή από κάτι («ῥεῖα δὲ μιν μαυροῦσι θεοί», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μαυρόω, - < ἀμαυρόω, -].