συμπόσιο: Difference between revisions

From LSJ

ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days

Source
(39)
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=το / [[συμπόσιον]] ΝΜΑ [[συμπότης]]<br /><b>1.</b> [[συνεστίαση]] με [[ποτό]] πολλών [[μαζί]] ατόμων, κοινό [[τραπέζι]] (α. «χρὴ δ'ἐν συμποσίῳ κυλίκων περινισσομενάων ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ<br />β. «τὴν πρὸς ἀλλήλους ἕνωσιν ἐν κελλίοις καὶ τὰ συμπόσια [[ἀποτρέπω]]», Μιχ. Αττ.)<br /><b>2.</b> (<b>αρχ. φιλολ.</b>) <b>ως κύριο όν.</b> <i>Συμπόσιον</i><br />[[διάλογος]] του Πλάτωνος της πρώτης περιόδου της συγγραφικής δραστηριότητας του φιλοσόφου, όπου το άμεσο [[αντικείμενο]] [[είναι]] η [[ανεύρεση]] της υψηλότερης έκφανσης του έρωτα που κυβερνά τον κόσμο στη μυστική [[θέαση]] της ένωσης με το αιώνιο και υπερκόσμιο [[κάλλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />άτυπη [[συνάντηση]] εκπροσώπων και ειδικών ενός επιστημονικού ή καλλιτεχνικού τομέα αφιερωμένη σε ένα ειδικό [[θέμα]] (α. «επιστημονικό [[συμπόσιο]]» β. «[[συμπόσιο]] ποίησης»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο όμιλος τών συμποτών, αυτοί που μετέχουν στο [[συμπόσιο]]<br /><b>2.</b> το [[τραπέζι]] ή το [[δωμάτιο]] του συμποσίου.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[συμπόσιον]] ΝΜΑ [[συμπότης]]<br /><b>1.</b> [[συνεστίαση]] με [[ποτό]] πολλών [[μαζί]] ατόμων, κοινό [[τραπέζι]] (α. «χρὴ δ'ἐν συμποσίῳ κυλίκων περινισσομενάων ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ<br />β. «τὴν πρὸς ἀλλήλους ἕνωσιν ἐν κελλίοις καὶ τὰ συμπόσια [[ἀποτρέπω]]», Μιχ. Αττ.)<br /><b>2.</b> (<b>αρχ. φιλολ.</b>) <b>ως κύριο όν.</b> <i>Συμπόσιον</i><br />[[διάλογος]] του Πλάτωνος της πρώτης περιόδου της συγγραφικής δραστηριότητας του φιλοσόφου, όπου το άμεσο [[αντικείμενο]] [[είναι]] η [[ανεύρεση]] της υψηλότερης έκφανσης του έρωτα που κυβερνά τον κόσμο στη μυστική [[θέαση]] της ένωσης με το αιώνιο και υπερκόσμιο [[κάλλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />άτυπη [[συνάντηση]] εκπροσώπων και ειδικών ενός επιστημονικού ή καλλιτεχνικού τομέα αφιερωμένη σε ένα ειδικό [[θέμα]] (α. «επιστημονικό [[συμπόσιο]]» β. «[[συμπόσιο]] ποίησης»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο όμιλος τών συμποτών, αυτοί που μετέχουν στο [[συμπόσιο]]<br /><b>2.</b> το [[τραπέζι]] ή το [[δωμάτιο]] του συμποσίου.
|mltxt=το / [[συμπόσιον]] ΝΜΑ [[συμπότης]]<br /><b>1.</b> [[συνεστίαση]] με [[ποτό]] πολλών [[μαζί]] ατόμων, κοινό [[τραπέζι]] (α. «χρὴ δ'ἐν συμποσίῳ κυλίκων περινισσομενάων ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ<br />β. «τὴν πρὸς ἀλλήλους ἕνωσιν ἐν κελλίοις καὶ τὰ συμπόσια [[ἀποτρέπω]]», Μιχ. Αττ.)<br /><b>2.</b> (<b>αρχ. φιλολ.</b>) <b>ως κύριο όν.</b> <i>Συμπόσιον</i><br />[[διάλογος]] του Πλάτωνος της πρώτης περιόδου της συγγραφικής δραστηριότητας του φιλοσόφου, όπου το άμεσο [[αντικείμενο]] [[είναι]] η [[ανεύρεση]] της υψηλότερης έκφανσης του έρωτα που κυβερνά τον κόσμο στη μυστική [[θέαση]] της ένωσης με το αιώνιο και υπερκόσμιο [[κάλλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />άτυπη [[συνάντηση]] εκπροσώπων και ειδικών ενός επιστημονικού ή καλλιτεχνικού τομέα αφιερωμένη σε ένα ειδικό [[θέμα]] (α. «επιστημονικό [[συμπόσιο]]» β. «[[συμπόσιο]] ποίησης»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο όμιλος τών συμποτών, αυτοί που μετέχουν στο [[συμπόσιο]]<br /><b>2.</b> το [[τραπέζι]] ή το [[δωμάτιο]] του συμποσίου.
}}
}}

Revision as of 19:01, 27 September 2022

Greek Monolingual

το / συμπόσιον ΝΜΑ συμπότης
1. συνεστίαση με ποτό πολλών μαζί ατόμων, κοινό τραπέζι (α. «χρὴ δ'ἐν συμποσίῳ κυλίκων περινισσομενάων ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ
β. «τὴν πρὸς ἀλλήλους ἕνωσιν ἐν κελλίοις καὶ τὰ συμπόσια ἀποτρέπω», Μιχ. Αττ.)
2. (αρχ. φιλολ.) ως κύριο όν. Συμπόσιον
διάλογος του Πλάτωνος της πρώτης περιόδου της συγγραφικής δραστηριότητας του φιλοσόφου, όπου το άμεσο αντικείμενο είναι η ανεύρεση της υψηλότερης έκφανσης του έρωτα που κυβερνά τον κόσμο στη μυστική θέαση της ένωσης με το αιώνιο και υπερκόσμιο κάλλος
νεοελλ.
άτυπη συνάντηση εκπροσώπων και ειδικών ενός επιστημονικού ή καλλιτεχνικού τομέα αφιερωμένη σε ένα ειδικό θέμα (α. «επιστημονικό συμπόσιο» β. «συμπόσιο ποίησης»)
αρχ.
1. ο όμιλος τών συμποτών, αυτοί που μετέχουν στο συμπόσιο
2. το τραπέζι ή το δωμάτιο του συμποσίου.