Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμπροφέρω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπροφέρω''': [[φέρω]] πρὸς τὰ ἐμπρὸς [[ὁμοῦ]], «τῷ πατρὶ συμπροφέρων ἐφ’ ἱκανὸν τὴν πλάνην κατὰ τὰ βόρεια» Γεωργ. Παχυμ. Ἀνδρ. Παλαιολ. 4. 25, σ. 226Β. ― Παθ. συμπροφέρομαι, προφέρομαι [[ὁμοῦ]], «τὰ εὐκτικὰ τῶν ῥημάτων τὰ εἰρημένα μόρια (ἄν, εἰ) συμπροφερόμενα ἔχουσι» Σχόλ. εἰς Πινδ. Ὀλ. 3. 81.
|lstext='''συμπροφέρω''': [[φέρω]] πρὸς τὰ ἐμπρὸς [[ὁμοῦ]], «τῷ πατρὶ συμπροφέρων ἐφ’ ἱκανὸν τὴν πλάνην κατὰ τὰ βόρεια» Γεωργ. Παχυμ. Ἀνδρ. Παλαιολ. 4. 25, σ. 226Β. ― Παθ. συμπροφέρομαι, προφέρομαι [[ὁμοῦ]], «τὰ εὐκτικὰ τῶν ῥημάτων τὰ εἰρημένα μόρια (ἄν, εἰ) συμπροφερόμενα ἔχουσι» Σχόλ. εἰς Πινδ. Ὀλ. 3. 81.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[προφέρω]]<br />[[προφέρω]] συγχρόνως δύο ή περισσότερους φθόγγους, [[συνεκφωνώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φέρνω]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εμπεριέχω]], [[περιλαμβάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[προφέρω]]<br />[[προφέρω]] συγχρόνως δύο ή περισσότερους φθόγγους, [[συνεκφωνώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φέρνω]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εμπεριέχω]], [[περιλαμβάνω]].
|mltxt=ΝΜΑ [[προφέρω]]<br />[[προφέρω]] συγχρόνως δύο ή περισσότερους φθόγγους, [[συνεκφωνώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φέρνω]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εμπεριέχω]], [[περιλαμβάνω]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπροφέρω Medium diacritics: συμπροφέρω Low diacritics: συμπροφέρω Capitals: ΣΥΜΠΡΟΦΕΡΩ
Transliteration A: symprophérō Transliteration B: sympropherō Transliteration C: symprofero Beta Code: sumprofe/rw

English (LSJ)

A pronounce at the same time, Sch.Pi.O.3.81. 2 involve, Simp. in Ph.904.21.

German (Pape)

[Seite 990] (s. φέρω), zusammen vorbringen, Schol. Pind. Ol. 3, 81.

Greek (Liddell-Scott)

συμπροφέρω: φέρω πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὁμοῦ, «τῷ πατρὶ συμπροφέρων ἐφ’ ἱκανὸν τὴν πλάνην κατὰ τὰ βόρεια» Γεωργ. Παχυμ. Ἀνδρ. Παλαιολ. 4. 25, σ. 226Β. ― Παθ. συμπροφέρομαι, προφέρομαι ὁμοῦ, «τὰ εὐκτικὰ τῶν ῥημάτων τὰ εἰρημένα μόρια (ἄν, εἰ) συμπροφερόμενα ἔχουσι» Σχόλ. εἰς Πινδ. Ὀλ. 3. 81.

Greek Monolingual

ΝΜΑ προφέρω
προφέρω συγχρόνως δύο ή περισσότερους φθόγγους, συνεκφωνώ
μσν.-αρχ.
φέρνω κάτι προς τα εμπρός μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
εμπεριέχω, περιλαμβάνω.