συνάχι: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του ρινικού κατάρρου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παίρνω]] [[συνάχι]]» — προσβάλλομαι από κατάρρου<br /><b>3.</b> <b>(σπάν.)</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] της [[κυνάγχης]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «σαν πεθάνω απ' το [[συνάχι]], φάσκελα να' χει η [[πανούκλα]]» — δηλώνει ότι πολλές φορές μπορεί να [[είναι]] [[εξίσου]] οδυνηρό ένα μικρής φαινομενικά σημασίας [[κακό]] ή [[ατύχημα]], όταν οι συνέπειες που επακολουθούν [[είναι]] ολέθριες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[συνάγχη]] (<i>ἡ</i>) με [[αλλαγή]] γένους και σίγηση του έρρινου -<i>γ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πενθερός]]: [[πεθερός]], [[ρογχαλίζω]]: [[ρουχαλίζω]])]. | |mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του ρινικού κατάρρου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παίρνω]] [[συνάχι]]» — προσβάλλομαι από κατάρρου<br /><b>3.</b> <b>(σπάν.)</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] της [[κυνάγχης]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «σαν πεθάνω απ' το [[συνάχι]], φάσκελα να' χει η [[πανούκλα]]» — δηλώνει ότι πολλές φορές μπορεί να [[είναι]] [[εξίσου]] οδυνηρό ένα μικρής φαινομενικά σημασίας [[κακό]] ή [[ατύχημα]], όταν οι συνέπειες που επακολουθούν [[είναι]] ολέθριες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[συνάγχη]] (<i>ἡ</i>) με [[αλλαγή]] γένους και σίγηση του έρρινου -<i>γ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πενθερός]]: [[πεθερός]], [[ρογχαλίζω]]: [[ρουχαλίζω]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:00, 27 September 2022
Greek Monolingual
το, Ν
1. κοινή ονομασία του ρινικού κατάρρου
2. φρ. «παίρνω συνάχι» — προσβάλλομαι από κατάρρου
3. (σπάν.) κοινή ονομασία της κυνάγχης
4. παροιμ. φρ. «σαν πεθάνω απ' το συνάχι, φάσκελα να' χει η πανούκλα» — δηλώνει ότι πολλές φορές μπορεί να είναι εξίσου οδυνηρό ένα μικρής φαινομενικά σημασίας κακό ή ατύχημα, όταν οι συνέπειες που επακολουθούν είναι ολέθριες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. συνάγχη (ἡ) με αλλαγή γένους και σίγηση του έρρινου -γ- (πρβλ. πενθερός: πεθερός, ρογχαλίζω: ρουχαλίζω)].