χοιρώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "χοῑρος" to "χοῖρος")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες /[[χοιρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[χοῑρος]]<br />αυτός που μοιάζει με χοίρο («[[χοιρώδης]] [[βίος]]», Μεθόδ.).
|mltxt=-ες /[[χοιρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[χοῖρος]]<br />αυτός που μοιάζει με χοίρο («[[χοιρώδης]] [[βίος]]», Μεθόδ.).
}}
}}

Revision as of 08:57, 29 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιρώδης Medium diacritics: χοιρώδης Low diacritics: χοιρώδης Capitals: ΧΟΙΡΩΔΗΣ
Transliteration A: choirṓdēs Transliteration B: choirōdēs Transliteration C: choirodis Beta Code: xoirw/dhs

English (LSJ)

ες, swinish, Leonid. ap. Aët.16.44, Hdn.Epim.153.

German (Pape)

[Seite 1362] ες, schweinähnlich, schweinisch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χοιρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος χοίρῳ, χοιροειδής, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 292Β, Ἰω. Χρυσ. Ὁμιλ. εἰς τὸ κατὰ Ματθ. Εὐαγγ. ζ΄, 6, κλπ.

Greek Monolingual

-ες /χοιρώδης, -ῶδες, ΝΑ χοῖρος
αυτός που μοιάζει με χοίρο («χοιρώδης βίος», Μεθόδ.).