ευνώ: Difference between revisions
From LSJ
ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
(15) |
m (Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=εὐνῶ, -άω (Α) [[εὐνή]] (ποιητ. ρ., διάφ. τ. του [[ευνάζω]])<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] κάποιον σε κάποιο [[μέρος]] για [[ενέδρα]]<br /><b>2.</b> [[αποκοιμίζω]], [[καταβαυκαλίζω]] («εὐνήσασα φρουρόν ὄφιν», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπραΰνω]] («τῆς δ' εὔνησε [[γόον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>εὐνῶμαι</i><br />α) [[ξαπλώνω]], [[πλαγιάζω]] να κοιμηθώ<br />β) [[κοιμάμαι]] τον ύστατο ύπνο, τον ύπνο του θανάτου («εὐνήθης [[ὕπνον]] ὀφειλόμενον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />γ) (για ανέμους) [[σταματώ]], κατευνάζομαι<br />δ) συνουσιάζομαι, [[κοιμάμαι]] [[μαζί]] με κάποιον («θεὰ βροτῷ | |mltxt=εὐνῶ, -άω (Α) [[εὐνή]] (ποιητ. ρ., διάφ. τ. του [[ευνάζω]])<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] κάποιον σε κάποιο [[μέρος]] για [[ενέδρα]]<br /><b>2.</b> [[αποκοιμίζω]], [[καταβαυκαλίζω]] («εὐνήσασα φρουρόν ὄφιν», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπραΰνω]] («τῆς δ' εὔνησε [[γόον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>εὐνῶμαι</i><br />α) [[ξαπλώνω]], [[πλαγιάζω]] να κοιμηθώ<br />β) [[κοιμάμαι]] τον ύστατο ύπνο, τον ύπνο του θανάτου («εὐνήθης [[ὕπνον]] ὀφειλόμενον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />γ) (για ανέμους) [[σταματώ]], κατευνάζομαι<br />δ) συνουσιάζομαι, [[κοιμάμαι]] [[μαζί]] με κάποιον («θεὰ βροτῷ εὐνηθεῖσα, γυνὴ θεῷ εὐνηθεῖσα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ε) (μτφ. για ψυχικές καταστάσεις) καταπραΰνομαι («πόλλ' ἐν κακοῖσι θυμὸς εὐνηθεὶς ὁρᾷ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> [[ναρκώνω]], [[καθιστώ]] κάποιον αναίσθητο με ναρκωτικά. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:20, 29 September 2022
Greek Monolingual
εὐνῶ, -άω (Α) εὐνή (ποιητ. ρ., διάφ. τ. του ευνάζω)
1. τοποθετώ κάποιον σε κάποιο μέρος για ενέδρα
2. αποκοιμίζω, καταβαυκαλίζω («εὐνήσασα φρουρόν ὄφιν», Απολλ. Ρόδ.)
3. μτφ. καταπραΰνω («τῆς δ' εὔνησε γόον», Ομ. Οδ.)
4. μέσ. εὐνῶμαι
α) ξαπλώνω, πλαγιάζω να κοιμηθώ
β) κοιμάμαι τον ύστατο ύπνο, τον ύπνο του θανάτου («εὐνήθης ὕπνον ὀφειλόμενον», Ανθ. Παλ.)
γ) (για ανέμους) σταματώ, κατευνάζομαι
δ) συνουσιάζομαι, κοιμάμαι μαζί με κάποιον («θεὰ βροτῷ εὐνηθεῖσα, γυνὴ θεῷ εὐνηθεῖσα», Ομ. Ιλ.)
ε) (μτφ. για ψυχικές καταστάσεις) καταπραΰνομαι («πόλλ' ἐν κακοῖσι θυμὸς εὐνηθεὶς ὁρᾷ», Σοφ.)
5. μέσ. ναρκώνω, καθιστώ κάποιον αναίσθητο με ναρκωτικά.