γάνα: Difference between revisions
From LSJ
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=ga/na | |Beta Code=ga/na | ||
|Definition=(A) [ᾰ], Dor., esp. Sicil., for [[γυνή]], Greg.Cor.<span class="bibl">p.345S.</span><br /><span class="bld">γάνα</span> (B)<b class="b3">· χέρσος, γῆ</b>, Hsch. γανάεις, cf.sq.<span class="bibl">11.2</span>. | |Definition=(A) [ᾰ], Dor., esp. Sicil., for [[γυνή]], Greg.Cor.<span class="bibl">p.345S.</span><br /><span class="bld">γάνα</span> (B)<b class="b3">· χέρσος, γῆ</b>, Hsch. γανάεις, cf.sq.<span class="bibl">11.2</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=v. [[γυνή]].<br />χέρσος. γῆ Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γάνα''': [ᾰ], Δωρ, ἰδίως Σικελ. ἀντὶ τοῦ [[γυνή]], ἴδε Γρηγ. Κορ. 345 · πρβλ. βάνα. | |lstext='''γάνα''': [ᾰ], Δωρ, ἰδίως Σικελ. ἀντὶ τοῦ [[γυνή]], ἴδε Γρηγ. Κορ. 345 · πρβλ. βάνα. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> η πράσινη [[σκουριά]] που σχηματίζεται στα αγάνωτα χαλκώματα<br /><b>2.</b> η [[μουτζούρα]] του φούρνου ή τών σκευών που τοποθετούνται [[πάνω]] στη [[φωτιά]]<br /><b>3.</b> οποιαδήποτε [[κηλίδα]]<br /><b>4.</b> ο [[εξευτελισμός]] («[[άνθρωπος]] της πομπής και της γάνας» — [[άνθρωπος]] που έχει διαπομπευθεί και εξευτελιστεί)<br /><b>5.</b> το υπόλευκο [[επίχρισμα]] [[πάνω]] στη [[γλώσσα]], από [[αρρώστια]] ή υπερβολική [[δίψα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[γανώνω]] (Ι)]. | |mltxt=η<br /><b>1.</b> η πράσινη [[σκουριά]] που σχηματίζεται στα αγάνωτα χαλκώματα<br /><b>2.</b> η [[μουτζούρα]] του φούρνου ή τών σκευών που τοποθετούνται [[πάνω]] στη [[φωτιά]]<br /><b>3.</b> οποιαδήποτε [[κηλίδα]]<br /><b>4.</b> ο [[εξευτελισμός]] («[[άνθρωπος]] της πομπής και της γάνας» — [[άνθρωπος]] που έχει διαπομπευθεί και εξευτελιστεί)<br /><b>5.</b> το υπόλευκο [[επίχρισμα]] [[πάνω]] στη [[γλώσσα]], από [[αρρώστια]] ή υπερβολική [[δίψα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[γανώνω]] (Ι)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:34, 1 October 2022
English (LSJ)
(A) [ᾰ], Dor., esp. Sicil., for γυνή, Greg.Cor.p.345S.
γάνα (B)· χέρσος, γῆ, Hsch. γανάεις, cf.sq.11.2.
Spanish (DGE)
v. γυνή.
χέρσος. γῆ Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
γάνα: [ᾰ], Δωρ, ἰδίως Σικελ. ἀντὶ τοῦ γυνή, ἴδε Γρηγ. Κορ. 345 · πρβλ. βάνα.
Greek Monolingual
η
1. η πράσινη σκουριά που σχηματίζεται στα αγάνωτα χαλκώματα
2. η μουτζούρα του φούρνου ή τών σκευών που τοποθετούνται πάνω στη φωτιά
3. οποιαδήποτε κηλίδα
4. ο εξευτελισμός («άνθρωπος της πομπής και της γάνας» — άνθρωπος που έχει διαπομπευθεί και εξευτελιστεί)
5. το υπόλευκο επίχρισμα πάνω στη γλώσσα, από αρρώστια ή υπερβολική δίψα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γανώνω (Ι)].