δείδεκτο: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=dei/dekto | |Beta Code=dei/dekto | ||
|Definition=δειδέχαται, δειδέχατο, v. [[δειδίσκομαι]]; | |Definition=δειδέχαται, δειδέχατο, v. [[δειδίσκομαι]]; | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=v. [[δειδίσκομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=see [[δείκνῦμι]]. | |auten=see [[δείκνῦμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:36, 1 October 2022
English (LSJ)
δειδέχαται, δειδέχατο, v. δειδίσκομαι;
Spanish (DGE)
v. δειδίσκομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δείδεκτο: δειδέχαται,δειδέχατο,ἴδε ἐν λ. δείκνυμι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. pqp. Pass., au sens d'un impf., de δείκνυμι.
English (Autenrieth)
see δείκνῦμι.
Greek Monotonic
δείδεκτο: γʹ ενικ. υπερσ. του δείκνυμι (σημασία II)· — δειδέχᾰται, δειδέχᾰτο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ.
Russian (Dvoretsky)
δείδεκτο: эп. 3 л. sing. ppf. в знач. impf. med. к δείκνυμι.