δαπανητικός: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=dapanhtiko/s | |Beta Code=dapanhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, [[consuming]], [[δύναμις]] Philagr. ap. <span class="bibl">Aët.12.67</span>, cf. <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>2.5</span>. Adv. [[δαπανητικῶς]] = [[extravagantly]], [[βιοῦν]] <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.230</span>.</span> | |Definition=ή, όν, [[consuming]], [[δύναμις]] Philagr. ap. <span class="bibl">Aët.12.67</span>, cf. <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>2.5</span>. Adv. [[δαπανητικῶς]] = [[extravagantly]], [[βιοῦν]] <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.230</span>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que consume]], [[que agota]] δ. καὶ ἀναξηραντικὴ ... [[δύναμις]] Philagr. en Aët.12.67, δ. τῶν καθομιλούντων παθῶν [[ἐγκράτεια]] Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.97.9, (πῦρ) δ. ἐστι τῶν φυλασσόντων τέως Basil.<i>Hex</i>.1.7, cf. 2.4, τοῦ πυρὸς τούτου δαπανητικωτέραν ... φλόγα una llama más voraz que ese fuego</i> Chrys.M.60.448, γαστὴρ δέ, καμίνου πάσης δαπανητικωτέρα Chrys.M.57.356<br /><b class="num">•</b>en or. nominal concordando en neutr. c. abstr. δαπανητικὸν γὰρ πλούτου ἡ θεραπεία τῶν δεομένων pues es gasto de riqueza el cuidado de los necesitados</i> Basil.M.31.281B<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ δαπανητικόν]] = [[destrucción]] τὸ δαπανητικὸν τῆς ὕλης Iambl.<i>Myst</i>.2.5, cf. Gr.Naz.M.36.128A, Chrys.M.60.559, Nil.M.79.320D.<br /><b class="num">2</b> adv. [[δαπανητικῶς]] = [[pródigamente]] βιοῦν S.E.<i>P</i>.1.230. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δᾰπᾰνητικός''': -ή, -όν, φθείρων, καταστρέφων, [[φάρμακον]] δ. θυμοῦ Ἀέτ. 14Α. ― Ἐπίρρ. –κῶς, ἀσώτως, βιῶναι Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 230. | |lstext='''δᾰπᾰνητικός''': -ή, -όν, φθείρων, καταστρέφων, [[φάρμακον]] δ. θυμοῦ Ἀέτ. 14Α. ― Ἐπίρρ. –κῶς, ἀσώτως, βιῶναι Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 230. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δαπανητικός]], -ή, -όν (Α) [[δαπανώ]]<br />Ι. 1. όποιος δαπανά ή καταναλίσκει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[σπάταλος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δαπανητικόν</i><br />[[καταστροφή]], [[φθορά]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>δαπανητικῶς</i><br />με τρόπο δαπανηρό, με μεγάλες δαπάνες, άσωτα. | |mltxt=[[δαπανητικός]], -ή, -όν (Α) [[δαπανώ]]<br />Ι. 1. όποιος δαπανά ή καταναλίσκει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[σπάταλος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δαπανητικόν</i><br />[[καταστροφή]], [[φθορά]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>δαπανητικῶς</i><br />με τρόπο δαπανηρό, με μεγάλες δαπάνες, άσωτα. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:40, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, consuming, δύναμις Philagr. ap. Aët.12.67, cf. Iamb.Myst.2.5. Adv. δαπανητικῶς = extravagantly, βιοῦν S.E.P.1.230.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que consume, que agota δ. καὶ ἀναξηραντικὴ ... δύναμις Philagr. en Aët.12.67, δ. τῶν καθομιλούντων παθῶν ἐγκράτεια Gr.Nyss.V.Mos.97.9, (πῦρ) δ. ἐστι τῶν φυλασσόντων τέως Basil.Hex.1.7, cf. 2.4, τοῦ πυρὸς τούτου δαπανητικωτέραν ... φλόγα una llama más voraz que ese fuego Chrys.M.60.448, γαστὴρ δέ, καμίνου πάσης δαπανητικωτέρα Chrys.M.57.356
•en or. nominal concordando en neutr. c. abstr. δαπανητικὸν γὰρ πλούτου ἡ θεραπεία τῶν δεομένων pues es gasto de riqueza el cuidado de los necesitados Basil.M.31.281B
•subst. τὸ δαπανητικόν = destrucción τὸ δαπανητικὸν τῆς ὕλης Iambl.Myst.2.5, cf. Gr.Naz.M.36.128A, Chrys.M.60.559, Nil.M.79.320D.
2 adv. δαπανητικῶς = pródigamente βιοῦν S.E.P.1.230.
German (Pape)
[Seite 522] aufzehrend, aufreibend, Sp. z. B. φάρμακον. – Adv., Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰπᾰνητικός: -ή, -όν, φθείρων, καταστρέφων, φάρμακον δ. θυμοῦ Ἀέτ. 14Α. ― Ἐπίρρ. –κῶς, ἀσώτως, βιῶναι Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 230.
Greek Monolingual
δαπανητικός, -ή, -όν (Α) δαπανώ
Ι. 1. όποιος δαπανά ή καταναλίσκει κάτι
2. σπάταλος
3. το ουδ. ως ουσ. το δαπανητικόν
καταστροφή, φθορά
II. επίρρ. δαπανητικῶς
με τρόπο δαπανηρό, με μεγάλες δαπάνες, άσωτα.