διασκεπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=diaskeptiko/s
|Beta Code=diaskeptiko/s
|Definition=ή, όν, [[cautious]], [[considerate]], <span class="bibl">Poll.1.178</span>.
|Definition=ή, όν, [[cautious]], [[considerate]], <span class="bibl">Poll.1.178</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[ponderado]] στρατηγός Poll.1.178.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''διασκεπτικός''': -ή, -όν, [[προφυλακτικός]], [[προσεκτικός]], Πολυδ. Αʹ, 178.
|lstext='''διασκεπτικός''': -ή, -όν, [[προφυλακτικός]], [[προσεκτικός]], Πολυδ. Αʹ, 178.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[ponderado]] στρατηγός Poll.1.178.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διασκεπτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[διασκεπτήριος]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να διασκέπτεται<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσεκτικός]], [[επιφυλακτικός]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διασκεπτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[διασκεπτήριος]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να διασκέπτεται<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσεκτικός]], [[επιφυλακτικός]].
}}
}}

Revision as of 11:01, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκεπτικός Medium diacritics: διασκεπτικός Low diacritics: διασκεπτικός Capitals: ΔΙΑΣΚΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diaskeptikós Transliteration B: diaskeptikos Transliteration C: diaskeptikos Beta Code: diaskeptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, cautious, considerate, Poll.1.178.

Spanish (DGE)

-ή, -όν ponderado στρατηγός Poll.1.178.

German (Pape)

[Seite 602] betrachtend, Poll. 1, 178.

Greek (Liddell-Scott)

διασκεπτικός: -ή, -όν, προφυλακτικός, προσεκτικός, Πολυδ. Αʹ, 178.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διασκεπτικός, -ή, -όν)
1. ο διασκεπτήριος
2. ο ικανός να διασκέπτεται
αρχ.
προσεκτικός, επιφυλακτικός.