διασκεπτικός: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=diaskeptiko/s | |Beta Code=diaskeptiko/s | ||
|Definition=ή, όν, [[cautious]], [[considerate]], <span class="bibl">Poll.1.178</span>. | |Definition=ή, όν, [[cautious]], [[considerate]], <span class="bibl">Poll.1.178</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν [[ponderado]] στρατηγός Poll.1.178. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διασκεπτικός''': -ή, -όν, [[προφυλακτικός]], [[προσεκτικός]], Πολυδ. Αʹ, 178. | |lstext='''διασκεπτικός''': -ή, -όν, [[προφυλακτικός]], [[προσεκτικός]], Πολυδ. Αʹ, 178. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διασκεπτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[διασκεπτήριος]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να διασκέπτεται<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσεκτικός]], [[επιφυλακτικός]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[διασκεπτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[διασκεπτήριος]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να διασκέπτεται<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσεκτικός]], [[επιφυλακτικός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:01, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, cautious, considerate, Poll.1.178.
Spanish (DGE)
-ή, -όν ponderado στρατηγός Poll.1.178.
German (Pape)
[Seite 602] betrachtend, Poll. 1, 178.
Greek (Liddell-Scott)
διασκεπτικός: -ή, -όν, προφυλακτικός, προσεκτικός, Πολυδ. Αʹ, 178.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διασκεπτικός, -ή, -όν)
1. ο διασκεπτήριος
2. ο ικανός να διασκέπτεται
αρχ.
προσεκτικός, επιφυλακτικός.