δυσέξιτος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=duse/citos
|Beta Code=duse/citos
|Definition=ον, [[hard to get out of]], <span class="bibl">D.S.3.44</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[δυσδιεξίτητος]]).
|Definition=ον, [[hard to get out of]], <span class="bibl">D.S.3.44</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[δυσδιεξίτητος]]).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de atravesar]], [[infranqueable]] τὸ στόμα de un golfo, D.S.3.44, τὸ πέρας de un país desértico, D.S.3.50, τόπος D.S.16.31.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσέξῐτος''': -ον, ὁ ἐξ οὗ δυσκόλως τις ἐξέρχεται, δι. γραφ. ἐν Διοδ. 3. 44.
|lstext='''δυσέξῐτος''': -ον, ὁ ἐξ οὗ δυσκόλως τις ἐξέρχεται, δι. γραφ. ἐν Διοδ. 3. 44.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de atravesar]], [[infranqueable]] τὸ στόμα de un golfo, D.S.3.44, τὸ πέρας de un país desértico, D.S.3.50, τόπος D.S.16.31.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσέξιτος]], -ον (Α)<br />αυτός από τον οποίο δύσκολα εξέρχεται [[κανείς]].
|mltxt=[[δυσέξιτος]], -ον (Α)<br />αυτός από τον οποίο δύσκολα εξέρχεται [[κανείς]].
}}
}}

Revision as of 11:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσέξῐτος Medium diacritics: δυσέξιτος Low diacritics: δυσέξιτος Capitals: ΔΥΣΕΞΙΤΟΣ
Transliteration A: dyséxitos Transliteration B: dysexitos Transliteration C: dyseksitos Beta Code: duse/citos

English (LSJ)

ον, hard to get out of, D.S.3.44 (v.l. δυσδιεξίτητος).

Spanish (DGE)

-ον
difícil de atravesar, infranqueable τὸ στόμα de un golfo, D.S.3.44, τὸ πέρας de un país desértico, D.S.3.50, τόπος D.S.16.31.

German (Pape)

[Seite 679] wo man schwer herauskommen kann; στόμα κόλπου D. Sic. 3, 44.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέξῐτος: -ον, ὁ ἐξ οὗ δυσκόλως τις ἐξέρχεται, δι. γραφ. ἐν Διοδ. 3. 44.

Greek Monolingual

δυσέξιτος, -ον (Α)
αυτός από τον οποίο δύσκολα εξέρχεται κανείς.