βαυκάλημα: Difference between revisions

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=bauka/lhma
|Beta Code=bauka/lhma
|Definition=ατος, τό, [[lullaby]], <span class="bibl">Socr.<span class="title">Ep.</span>27</span>.
|Definition=ατος, τό, [[lullaby]], <span class="bibl">Socr.<span class="title">Ep.</span>27</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[arrullo]] ἐτιθηνήθην γὰρ ἐκ νέου ἔτι πάλαι Σωκρατικοῖς ὡς ἄν τις εἴποι βαυκαλήμασιν Socr.<i>Ep</i>.25.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0439.png Seite 439]] τό, das Wiegenlied, Ep. Socr. 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0439.png Seite 439]] τό, das Wiegenlied, Ep. Socr. 27.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[arrullo]] ἐτιθηνήθην γὰρ ἐκ νέου ἔτι πάλαι Σωκρατικοῖς ὡς ἄν τις εἴποι βαυκαλήμασιν Socr.<i>Ep</i>.25.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[βαυκάλημα]]) [[βαυκαλώ]]<br />[[τραγούδι]] για να κοιμηθούν τα [[μωρά]], [[νανούρισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> παραπλανητική, απατηλή [[υπόσχεση]]<br /><b>2.</b> αβάσιμη [[ελπίδα]].
|mltxt=το (AM [[βαυκάλημα]]) [[βαυκαλώ]]<br />[[τραγούδι]] για να κοιμηθούν τα [[μωρά]], [[νανούρισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> παραπλανητική, απατηλή [[υπόσχεση]]<br /><b>2.</b> αβάσιμη [[ελπίδα]].
}}
}}

Revision as of 12:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαυκᾰλημα Medium diacritics: βαυκάλημα Low diacritics: βαυκάλημα Capitals: ΒΑΥΚΑΛΗΜΑ
Transliteration A: baukálēma Transliteration B: baukalēma Transliteration C: vafkalima Beta Code: bauka/lhma

English (LSJ)

ατος, τό, lullaby, Socr.Ep.27.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
arrullo ἐτιθηνήθην γὰρ ἐκ νέου ἔτι πάλαι Σωκρατικοῖς ὡς ἄν τις εἴποι βαυκαλήμασιν Socr.Ep.25.2.

German (Pape)

[Seite 439] τό, das Wiegenlied, Ep. Socr. 27.

Greek Monolingual

το (AM βαυκάλημα) βαυκαλώ
τραγούδι για να κοιμηθούν τα μωρά, νανούρισμα
νεοελλ.
1. παραπλανητική, απατηλή υπόσχεση
2. αβάσιμη ελπίδα.