ἀκαμπτόπους: Difference between revisions

From LSJ

ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)kampto/pous
|Beta Code=a)kampto/pous
|Definition=ὁ, ἡ, [[with unbending foot]], ἐλέφαντες <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span> 15.148</span>.
|Definition=ὁ, ἡ, [[with unbending foot]], ἐλέφαντες <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span> 15.148</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ουν [[que no dobla el pie]] ἐλέφαντες Nonn.<i>D</i>.15.148.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκαμπτόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἄκαμπτον τὸν [[πόδα]], ἐλέφαντες, Νόνν. Δ. 15. 148.
|lstext='''ἀκαμπτόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἄκαμπτον τὸν [[πόδα]], ἐλέφαντες, Νόνν. Δ. 15. 148.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ουν [[que no dobla el pie]] ἐλέφαντες Nonn.<i>D</i>.15.148.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκαμπτόπους]] (-ποδος), ο, η (Α)<br />[[εκείνος]] που έχει άκαμπτα ή δύσκαμπτα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκαμπτος]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]].
|mltxt=[[ἀκαμπτόπους]] (-ποδος), ο, η (Α)<br />[[εκείνος]] που έχει άκαμπτα ή δύσκαμπτα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκαμπτος]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]].
}}
}}

Revision as of 12:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαμπτόπους Medium diacritics: ἀκαμπτόπους Low diacritics: ακαμπτόπους Capitals: ΑΚΑΜΠΤΟΠΟΥΣ
Transliteration A: akamptópous Transliteration B: akamptopous Transliteration C: akamptopous Beta Code: a)kampto/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, with unbending foot, ἐλέφαντες Nonn.D. 15.148.

Spanish (DGE)

-ουν que no dobla el pie ἐλέφαντες Nonn.D.15.148.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαμπτόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἄκαμπτον τὸν πόδα, ἐλέφαντες, Νόνν. Δ. 15. 148.

Greek Monolingual

ἀκαμπτόπους (-ποδος), ο, η (Α)
εκείνος που έχει άκαμπτα ή δύσκαμπτα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαμπτος + πούς.