ἀκόνιον: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(6_22)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akonion
|Transliteration C=akonion
|Beta Code=a)ko/nion
|Beta Code=a)ko/nion
|Definition=τό, in Medicine, specific for eyes, prob. powdered <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">by rubbing on an</b> <b class="b3">ἀκόνη</b>, Dsc.1.98.</span>
|Definition=τό, in Medicine, specific for [[eye]]s, prob. [[powder]]ed by [[rub]]bing on an [[ἀκόνη]], Dsc.1.98.
}}
{{DGE
|dgtxt=τό<br />[[polvillo]] para hacer un colirio para los ojos, Dsc.1.98.2, cf. Hdn.Gr.1.363.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκόνιον''': τό, παρ’ ἰατρ. φάρμακόν τι ἀντιπαθὲς ὀφθαλμικῇ νόσῳ, πιθανῶς τριβόμενον ἐπὶ ἀκόνης, Διοσκ. 1. 129.
|lstext='''ἀκόνιον''': τό, παρ’ ἰατρ. φάρμακόν τι ἀντιπαθὲς ὀφθαλμικῇ νόσῳ, πιθανῶς τριβόμενον ἐπὶ ἀκόνης, Διοσκ. 1. 129.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀκόνιον]], το (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το [[ακόνι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] φαρμάκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> υποκοριστικό του αρχαίου οοσιαστικού [[ἀκόνη]]. Η λ. στον Διοσκορίδη δηλώνει «[[είδος]] φαρμάκου για τα μάτια» — η [[σημασία]] αυτή [[είναι]] πιθανό να οφείλεται στην [[ομοιότητα]] του φαρμάκου με τη [[σκόνη]] που παράγεται [[κατά]] τη [[χρησιμοποίηση]] του ακονιού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακόνι]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:43, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόνιον Medium diacritics: ἀκόνιον Low diacritics: ακόνιον Capitals: ΑΚΟΝΙΟΝ
Transliteration A: akónion Transliteration B: akonion Transliteration C: akonion Beta Code: a)ko/nion

English (LSJ)

τό, in Medicine, specific for eyes, prob. powdered by rubbing on an ἀκόνη, Dsc.1.98.

Spanish (DGE)

τό
polvillo para hacer un colirio para los ojos, Dsc.1.98.2, cf. Hdn.Gr.1.363.

German (Pape)

[Seite 77] τό, Augenheilmittel, Dioscor.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόνιον: τό, παρ’ ἰατρ. φάρμακόν τι ἀντιπαθὲς ὀφθαλμικῇ νόσῳ, πιθανῶς τριβόμενον ἐπὶ ἀκόνης, Διοσκ. 1. 129.

Greek Monolingual

ἀκόνιον, το (AM)
μσν.
το ακόνι
αρχ.
είδος φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποκοριστικό του αρχαίου οοσιαστικού ἀκόνη. Η λ. στον Διοσκορίδη δηλώνει «είδος φαρμάκου για τα μάτια» — η σημασία αυτή είναι πιθανό να οφείλεται στην ομοιότητα του φαρμάκου με τη σκόνη που παράγεται κατά τη χρησιμοποίηση του ακονιού.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακόνι].