ἀλληλομαχία: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)llhlomaxi/a
|Beta Code=a)llhlomaxi/a
|Definition=ἡ, [[mutual fight]], Sch.<span class="bibl">Il.3.443</span>.
|Definition=ἡ, [[mutual fight]], Sch.<span class="bibl">Il.3.443</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ [[rivalidad]] Ἔρωτος Sch.<i>Il</i>.3.443.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλληλομᾰχία''': ἡ, ἀμοιβαία [[μάχη]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 443.
|lstext='''ἀλληλομᾰχία''': ἡ, ἀμοιβαία [[μάχη]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 443.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ [[rivalidad]] Ἔρωτος Sch.<i>Il</i>.3.443.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Μ [[ἀλληλομαχία]]) [[ἀλληλομάχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) [[διαμάχη]] [[ανάμεσα]] σε δύο αντίθετες ομάδες της ίδιας οικογένειας ή εθνότητας, [[οικογενειακός]] [[σπαραγμός]], [[εμφύλιος]] [[πόλεμος]]<br /><b>μσν.</b><br />αμοιβαία [[μάχη]], [[αμοιβαίος]] [[πόλεμος]].
|mltxt=η (Μ [[ἀλληλομαχία]]) [[ἀλληλομάχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) [[διαμάχη]] [[ανάμεσα]] σε δύο αντίθετες ομάδες της ίδιας οικογένειας ή εθνότητας, [[οικογενειακός]] [[σπαραγμός]], [[εμφύλιος]] [[πόλεμος]]<br /><b>μσν.</b><br />αμοιβαία [[μάχη]], [[αμοιβαίος]] [[πόλεμος]].
}}
}}

Revision as of 12:58, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλληλομᾰχία Medium diacritics: ἀλληλομαχία Low diacritics: αλληλομαχία Capitals: ΑΛΛΗΛΟΜΑΧΙΑ
Transliteration A: allēlomachía Transliteration B: allēlomachia Transliteration C: allilomachia Beta Code: a)llhlomaxi/a

English (LSJ)

ἡ, mutual fight, Sch.Il.3.443.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ rivalidad Ἔρωτος Sch.Il.3.443.

German (Pape)

[Seite 102] gegenseitiger Kampf, Schol. Il. 3, 443.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλληλομᾰχία: ἡ, ἀμοιβαία μάχη, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 443.

Greek Monolingual

η (Μ ἀλληλομαχία) ἀλληλομάχος
νεοελλ.
(ειδικά) διαμάχη ανάμεσα σε δύο αντίθετες ομάδες της ίδιας οικογένειας ή εθνότητας, οικογενειακός σπαραγμός, εμφύλιος πόλεμος
μσν.
αμοιβαία μάχη, αμοιβαίος πόλεμος.