ἀναπίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)napi/nw
|Beta Code=a)napi/nw
|Definition=[ῑ], [[drink up]], [[suck in like a sponge]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>22</span>; [[absorb again]], of suppurations which do not come to a head, <span class="bibl">Id.<span class="title">Art.</span>40</span>; of extravasated blood, ib.<span class="bibl">50</span>, cf. Gal.7.694.
|Definition=[ῑ], [[drink up]], [[suck in like a sponge]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>22</span>; [[absorb again]], of suppurations which do not come to a head, <span class="bibl">Id.<span class="title">Art.</span>40</span>; of extravasated blood, ib.<span class="bibl">50</span>, cf. Gal.7.694.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[absorber]] abs. de ciertos órganos, Hp.<i>VM</i> 22<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ὕδωρ ... ἀναποθὲν ὑπὸ τῆς γεώδους οὐσίας Hero <i>Spir</i>.proem., τὸ ῥεῦμα ... ὑπὸ τῆς γῆς ξηρᾶς οὔσης ἀναπινόμενον Procl.<i>in Ti</i>.1.121.26.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[reabsorberse]] de supuraciones, Hp.<i>Art</i>.40, ἡ σκαμμωνία ... ἀναπίνεται εἰς τοὺς πόρους Arist.<i>Pr</i>.864<sup>b</sup>22, cf. Gal.7.694<br /><b class="num">•</b>v. med.-pas. [[evaporarse]] ἵνα μὴ ἀπὸ τῶν σκευαρίων ἀναποθῇ <i>Gp</i>.18.21.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπίνω''': [ῑ], [[πίνω]], ῥοφῶ, ἀναρροφῶ, ὡς ὁ [[σπόγγος]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18: - ἐκ νέου ἀπορροφῶ, Λατ. resorbere, ἐπὶ πυώσεως (ὄμπυασμα), ἥτις δὲν συμπυκνοῦται [[ὅπως]] ἀποτελέσῃ κεφαλήν, ἀλλὰ [[πάλιν]] ἀναπίνεται ὑπὸ τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 805, πρβλ. 817.
|lstext='''ἀναπίνω''': [ῑ], [[πίνω]], ῥοφῶ, ἀναρροφῶ, ὡς ὁ [[σπόγγος]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18: - ἐκ νέου ἀπορροφῶ, Λατ. resorbere, ἐπὶ πυώσεως (ὄμπυασμα), ἥτις δὲν συμπυκνοῦται [[ὅπως]] ἀποτελέσῃ κεφαλήν, ἀλλὰ [[πάλιν]] ἀναπίνεται ὑπὸ τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 805, πρβλ. 817.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[absorber]] abs. de ciertos órganos, Hp.<i>VM</i> 22<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ὕδωρ ... ἀναποθὲν ὑπὸ τῆς γεώδους οὐσίας Hero <i>Spir</i>.proem., τὸ ῥεῦμα ... ὑπὸ τῆς γῆς ξηρᾶς οὔσης ἀναπινόμενον Procl.<i>in Ti</i>.1.121.26.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[reabsorberse]] de supuraciones, Hp.<i>Art</i>.40, ἡ σκαμμωνία ... ἀναπίνεται εἰς τοὺς πόρους Arist.<i>Pr</i>.864<sup>b</sup>22, cf. Gal.7.694<br /><b class="num">•</b>v. med.-pas. [[evaporarse]] ἵνα μὴ ἀπὸ τῶν σκευαρίων ἀναποθῇ <i>Gp</i>.18.21.1.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀναπίνω]])<br />[[πίνω]] [[κάτι]] ρουφώντας το, [[απορροφώ]], [[απομυζώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναδίνω]] [[υγρασία]] απορροφώντας το [[νερό]], [[αναλιγδιάζω]], [[αναξερνώ]]<br /><b>2.</b> υγραίνομαι από την εξωτερική [[υγρασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απορροφώ]] εκ νέου.
|mltxt=(Α [[ἀναπίνω]])<br />[[πίνω]] [[κάτι]] ρουφώντας το, [[απορροφώ]], [[απομυζώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναδίνω]] [[υγρασία]] απορροφώντας το [[νερό]], [[αναλιγδιάζω]], [[αναξερνώ]]<br /><b>2.</b> υγραίνομαι από την εξωτερική [[υγρασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απορροφώ]] εκ νέου.
}}
}}

Revision as of 13:09, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπίνω Medium diacritics: ἀναπίνω Low diacritics: αναπίνω Capitals: ΑΝΑΠΙΝΩ
Transliteration A: anapínō Transliteration B: anapinō Transliteration C: anapino Beta Code: a)napi/nw

English (LSJ)

[ῑ], drink up, suck in like a sponge, Hp.VM22; absorb again, of suppurations which do not come to a head, Id.Art.40; of extravasated blood, ib.50, cf. Gal.7.694.

Spanish (DGE)

1 absorber abs. de ciertos órganos, Hp.VM 22
en v. pas. ὕδωρ ... ἀναποθὲν ὑπὸ τῆς γεώδους οὐσίας Hero Spir.proem., τὸ ῥεῦμα ... ὑπὸ τῆς γῆς ξηρᾶς οὔσης ἀναπινόμενον Procl.in Ti.1.121.26.
2 en v. med. reabsorberse de supuraciones, Hp.Art.40, ἡ σκαμμωνία ... ἀναπίνεται εἰς τοὺς πόρους Arist.Pr.864b22, cf. Gal.7.694
v. med.-pas. evaporarse ἵνα μὴ ἀπὸ τῶν σκευαρίων ἀναποθῇ Gp.18.21.1.

German (Pape)

[Seite 202] (s. πίνω), zurück-, aufschlürfen, einsaugen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπίνω: [ῑ], πίνω, ῥοφῶ, ἀναρροφῶ, ὡς ὁ σπόγγος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18: - ἐκ νέου ἀπορροφῶ, Λατ. resorbere, ἐπὶ πυώσεως (ὄμπυασμα), ἥτις δὲν συμπυκνοῦται ὅπως ἀποτελέσῃ κεφαλήν, ἀλλὰ πάλιν ἀναπίνεται ὑπὸ τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 805, πρβλ. 817.

Greek Monolingual

ἀναπίνω)
πίνω κάτι ρουφώντας το, απορροφώ, απομυζώ
νεοελλ.
1. αναδίνω υγρασία απορροφώντας το νερό, αναλιγδιάζω, αναξερνώ
2. υγραίνομαι από την εξωτερική υγρασία
αρχ.
απορροφώ εκ νέου.