ἀποδεκτέον: Difference between revisions
λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)podekte/on | |Beta Code=a)podekte/on | ||
|Definition=(ἀποδέχομαι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one must receive from others]], τὰ εἰσφερόμενα <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>7.36</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[one must accept]], [[allow]], [[admit]], c. acc. rei, λόγον <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>668a</span>: c. gen. et part., ἀ. τινὸς λέγοντος <span class="bibl">Id.<span class="title">Tht.</span>160c</span>, <span class="bibl"><span class="title">R.</span>379c</span>; μὴ ἄλλως ἀ. λεγομένης τέχνης; <span class="bibl">Id.<span class="title">Phdr.</span>272b</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> Adj. <b class="b3">-τέος, α, ον,</b> Vett. Val.<span class="bibl">329.16</span>, Zos.Alch.<span class="bibl">p.229B.</span></span> | |Definition=(ἀποδέχομαι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one must receive from others]], τὰ εἰσφερόμενα <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>7.36</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[one must accept]], [[allow]], [[admit]], c. acc. rei, λόγον <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>668a</span>: c. gen. et part., ἀ. τινὸς λέγοντος <span class="bibl">Id.<span class="title">Tht.</span>160c</span>, <span class="bibl"><span class="title">R.</span>379c</span>; μὴ ἄλλως ἀ. λεγομένης τέχνης; <span class="bibl">Id.<span class="title">Phdr.</span>272b</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> Adj. <b class="b3">-τέος, α, ον,</b> Vett. Val.<span class="bibl">329.16</span>, Zos.Alch.<span class="bibl">p.229B.</span></span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que recibir]] τὰ εἰσφερόμενα X.<i>Oec</i>.7.36.<br /><b class="num">2</b> [[hay que aceptar]] λόγον Pl.<i>Lg</i>.668a, τὸ βέλτιον Plot.3.3.7<br /><b class="num">•</b>c. gen. de pers. [[ἄλλου]] λέγοντος Pl.<i>Tht</i>.160c, cf. Pl.<i>R</i>.379c<br /><b class="num">•</b>c. gen. de cosa μὴ [[ἄλλως]] πως [[ἀποδεκτέον]] λεγομένης λόγων τέχνης; Pl.<i>Phdr</i>.272b. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποδεκτέον''': ῥημ. ἐπιθ. τοῦ [[ἀποδέχομαι]], δεῖ ἀποδέχεσθαι, πρέπει τις νὰ παραλαμβάνῃ, τὰ εἰσφερόμενα Ξεν. Οἰκ. 7. 36. 2) πρέπει τις νὰ παραδεχθῇ, μετ’ αἰτ. πράγμ., λόγον Πλάτ. Νόμ. 668Α· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. προσώπ. καὶ μετοχ., ἀπ. τινὸς λέγοντος ὁ αὐτ. Θεαίτ. 160C, Πολ, 379C· [[ἐντεῦθεν]] (σπανίως) μετὰ γεν. πράγμ. καὶ παθ. μετοχ., ἀπ. λεγομένης τέχνης ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 272Β· ἴδε [[ἀποδέχομαι]] Ι. 4. | |lstext='''ἀποδεκτέον''': ῥημ. ἐπιθ. τοῦ [[ἀποδέχομαι]], δεῖ ἀποδέχεσθαι, πρέπει τις νὰ παραλαμβάνῃ, τὰ εἰσφερόμενα Ξεν. Οἰκ. 7. 36. 2) πρέπει τις νὰ παραδεχθῇ, μετ’ αἰτ. πράγμ., λόγον Πλάτ. Νόμ. 668Α· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. προσώπ. καὶ μετοχ., ἀπ. τινὸς λέγοντος ὁ αὐτ. Θεαίτ. 160C, Πολ, 379C· [[ἐντεῦθεν]] (σπανίως) μετὰ γεν. πράγμ. καὶ παθ. μετοχ., ἀπ. λεγομένης τέχνης ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 272Β· ἴδε [[ἀποδέχομαι]] Ι. 4. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποδεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀποδέχομαι]]·<br /><b class="num">1.</b> αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να παραλαμβάνει από άλλους, <i>τι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να αποδεχθεί, να εγκρίνει, να παραδεχθεί, <i>τι</i>, σε Πλάτ.· με γεν. προσ. και μτχ., [[ἀποδεκτέον]] τινὸς λέγοντος, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀποδεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀποδέχομαι]]·<br /><b class="num">1.</b> αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να παραλαμβάνει από άλλους, <i>τι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να αποδεχθεί, να εγκρίνει, να παραδεχθεί, <i>τι</i>, σε Πλάτ.· με γεν. προσ. και μτχ., [[ἀποδεκτέον]] τινὸς λέγοντος, στον ίδ. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 1 October 2022
English (LSJ)
(ἀποδέχομαι) A one must receive from others, τὰ εἰσφερόμενα X.Oec.7.36. 2 one must accept, allow, admit, c. acc. rei, λόγον Pl.Lg.668a: c. gen. et part., ἀ. τινὸς λέγοντος Id.Tht.160c, R.379c; μὴ ἄλλως ἀ. λεγομένης τέχνης; Id.Phdr.272b. 3 Adj. -τέος, α, ον, Vett. Val.329.16, Zos.Alch.p.229B.
Spanish (DGE)
1 hay que recibir τὰ εἰσφερόμενα X.Oec.7.36.
2 hay que aceptar λόγον Pl.Lg.668a, τὸ βέλτιον Plot.3.3.7
•c. gen. de pers. ἄλλου λέγοντος Pl.Tht.160c, cf. Pl.R.379c
•c. gen. de cosa μὴ ἄλλως πως ἀποδεκτέον λεγομένης λόγων τέχνης; Pl.Phdr.272b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδεκτέον: ῥημ. ἐπιθ. τοῦ ἀποδέχομαι, δεῖ ἀποδέχεσθαι, πρέπει τις νὰ παραλαμβάνῃ, τὰ εἰσφερόμενα Ξεν. Οἰκ. 7. 36. 2) πρέπει τις νὰ παραδεχθῇ, μετ’ αἰτ. πράγμ., λόγον Πλάτ. Νόμ. 668Α· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ γεν. προσώπ. καὶ μετοχ., ἀπ. τινὸς λέγοντος ὁ αὐτ. Θεαίτ. 160C, Πολ, 379C· ἐντεῦθεν (σπανίως) μετὰ γεν. πράγμ. καὶ παθ. μετοχ., ἀπ. λεγομένης τέχνης ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 272Β· ἴδε ἀποδέχομαι Ι. 4.
Greek Monotonic
ἀποδεκτέον: ρημ. επίθ. του ἀποδέχομαι·
1. αυτό που πρέπει κάποιος να παραλαμβάνει από άλλους, τι, σε Ξεν.
2. αυτό που πρέπει κάποιος να αποδεχθεί, να εγκρίνει, να παραδεχθεί, τι, σε Πλάτ.· με γεν. προσ. και μτχ., ἀποδεκτέον τινὸς λέγοντος, στον ίδ.