ἀποφοιβάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)pofoiba/zw
|Beta Code=a)pofoiba/zw
|Definition=[[utter by inspiration]], ποιήματα ὥσπερ ἀ. <span class="bibl">Str.14.5.15</span>; [[foretell]], τὰ μέλλοντα <span class="bibl">D.S.34.2</span>; τὸν λόγον <span class="bibl">Id.31.10</span>; ταῦτα περὶ τοῦ μέλλοντος ἀποπεφοίβακεν <span class="bibl">Plb.29.21.7</span>.
|Definition=[[utter by inspiration]], ποιήματα ὥσπερ ἀ. <span class="bibl">Str.14.5.15</span>; [[foretell]], τὰ μέλλοντα <span class="bibl">D.S.34.2</span>; τὸν λόγον <span class="bibl">Id.31.10</span>; ταῦτα περὶ τοῦ μέλλοντος ἀποπεφοίβακεν <span class="bibl">Plb.29.21.7</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[componer inspiradamente]] ποιήματα Str.14.5.15, λόγον D.S.31.10.<br /><b class="num">2</b> [[predecir]] τὰ μέλλοντα D.S.34.2, cf. Plb.29.21.7, χρησμούς Sch.Theoc.15.63<br /><b class="num">•</b>abs. ὑπό τινι θειοτέρᾳ ἐπιπνοίᾳ ἀποφοιβάσαι Gr.Thaum.<i>Pan.Or</i>.5.62.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποφοιβάζω''': χρησμῳδῶ, [[μαντεύομαι]], [[ταῦτα]] [[Δημήτριος]], [[ὡσανεὶ]] θείῳ τινὶ στόματι περὶ τοῦ μέλλοντος ἀποπεφοίβακεν Πολύβ. 29. 6, 4· [[προφέρω]], [[ἀπαγγέλλω]] μετ’ ἐμπνεύσεως, ὁ Διογένης ποιήματα [[ὥσπερ]] ἀπεφοίβαζε Στράβ. 675.
|lstext='''ἀποφοιβάζω''': χρησμῳδῶ, [[μαντεύομαι]], [[ταῦτα]] [[Δημήτριος]], [[ὡσανεὶ]] θείῳ τινὶ στόματι περὶ τοῦ μέλλοντος ἀποπεφοίβακεν Πολύβ. 29. 6, 4· [[προφέρω]], [[ἀπαγγέλλω]] μετ’ ἐμπνεύσεως, ὁ Διογένης ποιήματα [[ὥσπερ]] ἀπεφοίβαζε Στράβ. 675.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[componer inspiradamente]] ποιήματα Str.14.5.15, λόγον D.S.31.10.<br /><b class="num">2</b> [[predecir]] τὰ μέλλοντα D.S.34.2, cf. Plb.29.21.7, χρησμούς Sch.Theoc.15.63<br /><b class="num">•</b>abs. ὑπό τινι θειοτέρᾳ ἐπιπνοίᾳ ἀποφοιβάσαι Gr.Thaum.<i>Pan.Or</i>.5.62.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφοιβάζω Medium diacritics: ἀποφοιβάζω Low diacritics: αποφοιβάζω Capitals: ΑΠΟΦΟΙΒΑΖΩ
Transliteration A: apophoibázō Transliteration B: apophoibazō Transliteration C: apofoivazo Beta Code: a)pofoiba/zw

English (LSJ)

utter by inspiration, ποιήματα ὥσπερ ἀ. Str.14.5.15; foretell, τὰ μέλλοντα D.S.34.2; τὸν λόγον Id.31.10; ταῦτα περὶ τοῦ μέλλοντος ἀποπεφοίβακεν Plb.29.21.7.

Spanish (DGE)

1 componer inspiradamente ποιήματα Str.14.5.15, λόγον D.S.31.10.
2 predecir τὰ μέλλοντα D.S.34.2, cf. Plb.29.21.7, χρησμούς Sch.Theoc.15.63
abs. ὑπό τινι θειοτέρᾳ ἐπιπνοίᾳ ἀποφοιβάσαι Gr.Thaum.Pan.Or.5.62.

German (Pape)

[Seite 335] 1) reinigen, erhellen, Suid. – 2) wahrsagen, Strab. 14 p. 675.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφοιβάζω: χρησμῳδῶ, μαντεύομαι, ταῦτα Δημήτριος, ὡσανεὶ θείῳ τινὶ στόματι περὶ τοῦ μέλλοντος ἀποπεφοίβακεν Πολύβ. 29. 6, 4· προφέρω, ἀπαγγέλλω μετ’ ἐμπνεύσεως, ὁ Διογένης ποιήματα ὥσπερ ἀπεφοίβαζε Στράβ. 675.

Greek Monolingual

ἀποφοιβάζω (AM) φοιβάζω
1. απαγγέλλω χρησμούς, χρησμοδοτώ
2. απαγγέλλω με στόμφο.

Russian (Dvoretsky)

ἀποφοιβάζω: прорицать Diod.