ἀρτίχειρ: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)rti/xeir | |Beta Code=a)rti/xeir | ||
|Definition=ὁ, ἡ, gen. χειρος, [[strong of hand]] (cf. [[ἀρτίπους]]), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>795d</span>. | |Definition=ὁ, ἡ, gen. χειρος, [[strong of hand]] (cf. [[ἀρτίπους]]), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>795d</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ειρος<br />[[sano de brazos]], [[manualmente capaz]] ἀρτίποδες καὶ ἀ. prontos de pies y manos</i> Pl.<i>Lg</i>.795d, cf. D.C.66.8.1. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρτίχειρ''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀμφοτέρας τὰς χεῖρας ἀρτίας, δηλ. ἐξησκημένας, ἰσχυράς, καὶ οὐ μόνον τὴν δεξιάν, ὁ δυνάμενος νὰ ποιῇ διὰ τῆς ἀριστερᾶς ὅ,τι καὶ διὰ τῆς δεξιᾶς, Πλάτ. Νόμ. 795D. | |lstext='''ἀρτίχειρ''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀμφοτέρας τὰς χεῖρας ἀρτίας, δηλ. ἐξησκημένας, ἰσχυράς, καὶ οὐ μόνον τὴν δεξιάν, ὁ δυνάμενος νὰ ποιῇ διὰ τῆς ἀριστερᾶς ὅ,τι καὶ διὰ τῆς δεξιᾶς, Πλάτ. Νόμ. 795D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. χειρος, strong of hand (cf. ἀρτίπους), Pl.Lg.795d.
Spanish (DGE)
-ειρος
sano de brazos, manualmente capaz ἀρτίποδες καὶ ἀ. prontos de pies y manos Pl.Lg.795d, cf. D.C.66.8.1.
German (Pape)
[Seite 363] mit gefunden, tüchtigen Händen, od. beide Hände gebrauchend, Plat. Legg. VII, 795 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀμφοτέρας τὰς χεῖρας ἀρτίας, δηλ. ἐξησκημένας, ἰσχυράς, καὶ οὐ μόνον τὴν δεξιάν, ὁ δυνάμενος νὰ ποιῇ διὰ τῆς ἀριστερᾶς ὅ,τι καὶ διὰ τῆς δεξιᾶς, Πλάτ. Νόμ. 795D.
Greek Monolingual
ἀρτίχειρ, ο, η (Α)
αυτός που έχει και τα δύο χέρια εξασκημένα, ο αμφιδέξιος.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτίχειρ: χειρος adj. имеющий ловкие руки Plat.