ἀρχαιοπινής: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_8) |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=archaiopinis | |Transliteration C=archaiopinis | ||
|Beta Code=a)rxaiopinh/s | |Beta Code=a)rxaiopinh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀρχαιοπινές, [[with the patina of antiquity]], D.H.Dem.38. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br />ret. [[que tiene un barniz antiguo]] χνοῦς fig., de cierto [[arcaísmo]] en el [[estilo]], D.H.<i>Dem</i>.38. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρχαιοπῐνής''': -ές, ὁ τὴν σκωρίαν ἔχων τῆς ἀρχαιότητος, μεταφ., ὁ τὴν ἀφέλειαν ἔχων τοῦ ἀρχαίου ὕφους, ἵνα… ἐπανθῇ τις αὐταῖς (ταῖς τοιαύταις συζυγίαις) χνοῦς ἀρχαιοπινὴς καὶ [[χάρις]] [[ἀβίαστος]] Διον. Ἁλ. π. Δημ. 38. | |lstext='''ἀρχαιοπῐνής''': -ές, ὁ τὴν σκωρίαν ἔχων τῆς ἀρχαιότητος, μεταφ., ὁ τὴν ἀφέλειαν ἔχων τοῦ ἀρχαίου ὕφους, ἵνα… ἐπανθῇ τις αὐταῖς (ταῖς τοιαύταις συζυγίαις) [[χνοῦς]] ἀρχαιοπινὴς καὶ [[χάρις]] [[ἀβίαστος]] Διον. Ἁλ. π. Δημ. 38. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[ἀρχαιοπινής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[σκουριά]] της αρχαιότητας<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[απλότητα]] του αρχαίου ύφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρχαίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πινής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίνος]] «[[ακαθαρσία]], [[λέρα]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:49, 1 October 2022
English (LSJ)
ἀρχαιοπινές, with the patina of antiquity, D.H.Dem.38.
Spanish (DGE)
-ές
ret. que tiene un barniz antiguo χνοῦς fig., de cierto arcaísmo en el estilo, D.H.Dem.38.
German (Pape)
[Seite 364] ές (πίνος), mit dem Rost, den Spuren des Alterthums versehen, D. Hal. de vi Dem. 38.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιοπῐνής: -ές, ὁ τὴν σκωρίαν ἔχων τῆς ἀρχαιότητος, μεταφ., ὁ τὴν ἀφέλειαν ἔχων τοῦ ἀρχαίου ὕφους, ἵνα… ἐπανθῇ τις αὐταῖς (ταῖς τοιαύταις συζυγίαις) χνοῦς ἀρχαιοπινὴς καὶ χάρις ἀβίαστος Διον. Ἁλ. π. Δημ. 38.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀρχαιοπινής, -ές)
1. αυτός που έχει τη σκουριά της αρχαιότητας
2. αυτός που έχει την απλότητα του αρχαίου ύφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -πινής < πίνος «ακαθαρσία, λέρα»].