διυλίζω: Difference between revisions
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[filtrar completamente]], [[decantar]], [[colar]] líquidos οἶνον <i>Mim.Fr.Pap.Adult</i>.38, Dsc.5.72, Artem.4.48, cf. Plu.2.692d, τὸ ὑγρόν Asclep. en Gal.12.867, (τὸν χυλόν) Androm. en Gal.12.931, κώνωπα <i>Eu.Matt</i>.23.24, cf. Asclep. en Gal.12.730, Socratio en Gal.12.836, Hsch., en v. pas. διυλισμένος οἶνος [[LXX]] <i>Am</i>.6.6.<br /><b class="num">2</b> [[purificar]], [[refinar]] en v. pas. (χρυσοῦ βῶλος) ἀφεψόμενος διυλίζεται Clem.Al.<i>Strom</i>.2.20.116<br /><b class="num">•</b>fig. de abstr. τὰ τῶν αἰτίων [[γένη]] διυλισμένα tipos de causas que se han decantado</i> Pl.<i>Ti</i>.69a<br /><b class="num">•</b>part. pas. fig. διυλισμένα ἀρετά virtud libre de impurezas</i> Ps.Archyt.<i>Pyth.Hell</i>.9.9, διυλιζόμενοι βαπτίσματι purificados por el bautismo</i> Clem.Al.<i>Paed</i>.1.6.32. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[filtrar completamente]], [[decantar]], [[colar]] líquidos οἶνον <i>Mim.Fr.Pap.Adult</i>.38, Dsc.5.72, Artem.4.48, cf. Plu.2.692d, τὸ ὑγρόν Asclep. en Gal.12.867, (τὸν χυλόν) Androm. en Gal.12.931, κώνωπα <i>Eu.Matt</i>.23.24, cf. Asclep. en Gal.12.730, Socratio en Gal.12.836, Hsch., en v. pas. διυλισμένος οἶνος [[LXX]] <i>Am</i>.6.6.<br /><b class="num">2</b> [[purificar]], [[refinar]] en v. pas. (χρυσοῦ βῶλος) ἀφεψόμενος διυλίζεται Clem.Al.<i>Strom</i>.2.20.116<br /><b class="num">•</b>fig. de abstr. τὰ τῶν αἰτίων [[γένη]] διυλισμένα tipos de causas que se han decantado</i> Pl.<i>Ti</i>.69a<br /><b class="num">•</b>part. pas. fig. διυλισμένα ἀρετά virtud libre de impurezas</i> Ps.Archyt.<i>Pyth.Hell</i>.9.9, διυλιζόμενοι βαπτίσματι purificados por el bautismo</i> Clem.Al.<i>Paed</i>.1.6.32. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=passer à la chausse, clarifier, purifier.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὑλίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διῡλίζω''': [[στραγγίζω]], [[καθαρίζω]], «λαγαρίζω», Διοσκ. 5. 82. -Παθ., διυλισμένος [[οἶνος]] Ἑβδ. (Ἀμὼς Ϛ΄, 6)· μεταφορ., διυλισμένα ἀρετὰ Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 13. 40, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 117. ΙΙ. [[καθαρίζω]], τι Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 24. | |lstext='''διῡλίζω''': [[στραγγίζω]], [[καθαρίζω]], «λαγαρίζω», Διοσκ. 5. 82. -Παθ., διυλισμένος [[οἶνος]] Ἑβδ. (Ἀμὼς Ϛ΄, 6)· μεταφορ., διυλισμένα ἀρετὰ Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 13. 40, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 117. ΙΙ. [[καθαρίζω]], τι Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 24. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:10, 1 October 2022
English (LSJ)
A strain, filter thoroughly, οἶνον Mim. Oxy.413.154, Dsc.5.72, Artem.4.48:—Pass., διυλισμένος οἶνος LXX Am.6.6: metaph., διυλισμένα ἀρετὰ ἀπὸ παντὸς τῶ θνατῶ πάθεος Archyt. ap. Stob.3.1.108, cf. Pl.Ti.69a. II strain off, κώνωπα Ev.Matt.23.24.
Spanish (DGE)
1 filtrar completamente, decantar, colar líquidos οἶνον Mim.Fr.Pap.Adult.38, Dsc.5.72, Artem.4.48, cf. Plu.2.692d, τὸ ὑγρόν Asclep. en Gal.12.867, (τὸν χυλόν) Androm. en Gal.12.931, κώνωπα Eu.Matt.23.24, cf. Asclep. en Gal.12.730, Socratio en Gal.12.836, Hsch., en v. pas. διυλισμένος οἶνος LXX Am.6.6.
2 purificar, refinar en v. pas. (χρυσοῦ βῶλος) ἀφεψόμενος διυλίζεται Clem.Al.Strom.2.20.116
•fig. de abstr. τὰ τῶν αἰτίων γένη διυλισμένα tipos de causas que se han decantado Pl.Ti.69a
•part. pas. fig. διυλισμένα ἀρετά virtud libre de impurezas Ps.Archyt.Pyth.Hell.9.9, διυλιζόμενοι βαπτίσματι purificados por el bautismo Clem.Al.Paed.1.6.32.
French (Bailly abrégé)
passer à la chausse, clarifier, purifier.
Étymologie: διά, ὑλίζω.
Greek (Liddell-Scott)
διῡλίζω: στραγγίζω, καθαρίζω, «λαγαρίζω», Διοσκ. 5. 82. -Παθ., διυλισμένος οἶνος Ἑβδ. (Ἀμὼς Ϛ΄, 6)· μεταφορ., διυλισμένα ἀρετὰ Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 13. 40, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 117. ΙΙ. καθαρίζω, τι Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 24.
Greek Monolingual
(AM διυλίζω)
1. καθαρίζω ένα υγρό από τις τυχόν ξένες ουσίες, σουρώνω, στραγγίζω
2. φρ. «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — αυτοί που λεπτολογούν τα ασήμαντα και παραβλέπουν τα σπουδαία
αρχ.
καθαρίζω οτιδήποτε από τις ξένες ουσίες.
Greek Monotonic
διῡλίζω: μέλ. -σω, στραγγίζω, φιλτράρω, τι, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
διῡλίζω:
1) процеживать, очищать (sc. οἶνον Plut.);
2) отцеживать (τὸν κώνωπα NT).
Middle Liddell
to strain off, τι NTest.