δενδρώδης: Difference between revisions
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0546.png Seite 546]] ες, baumartig, Diosc.; νύμφαι, Baumnymphen, Mel. 111 (VII, 196). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0546.png Seite 546]] ες, baumartig, Diosc.; νύμφαι, Baumnymphen, Mel. 111 (VII, 196). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> boisé;<br /><b>2</b> de la nature des arbres;<br /><b>3</b> qui vit de la vie d'un arbre (nymphe, dryade).<br />'''Étymologie:''' [[δένδρον]], -ωδης. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δενδρώδης''': -ες, =[[δενδροειδής]], [[ὅμοιος]] δένδρῳ, Ἀριστ. π. Μακροβ. 6, 7, Διοσκ. 4. 175. 2) δενδρ. Νύμφαι, νύμφαι τῶν δασῶν, Ἀνθ. Π. 7. 196. 3) [[δασώδης]], ὄρη Ἱππ. Ἀέρ. 289. | |lstext='''δενδρώδης''': -ες, =[[δενδροειδής]], [[ὅμοιος]] δένδρῳ, Ἀριστ. π. Μακροβ. 6, 7, Διοσκ. 4. 175. 2) δενδρ. Νύμφαι, νύμφαι τῶν δασῶν, Ἀνθ. Π. 7. 196. 3) [[δασώδης]], ὄρη Ἱππ. Ἀέρ. 289. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:10, 1 October 2022
English (LSJ)
ες, A = δενδροειδής, tree-like, Arist.Long. 467b1, Dsc.4.164, 173, Heraclit.Incred.23. 2 δ. Νύμφαι woodnymphs, AP7.196 (Mel.). 3 wooded, ὄρη Hp.Aër.13.
Spanish (DGE)
-ες
1 arboriforme de plantas (φυτὰ) τὰ μὴ ἐπέτεια ἀλλὰ δενδρώδη Arist.Long.467b1, de un tipo de titímalo, Dsc.4.164, κλάδος Lyc.830
•fig. de pers. ἐπὶ τὸ εὐσεβεῖν παρακαλέσας (ἀνθρώπους) πετρώδεις ὄντας καὶ δενδρώδεις de Orfeo, Heraclit.Par.23.
2 arbóreo Νύμφαι AP 7.196 (Mel.), Δάφνη ... δενδρώδεα ῥῆξον ἰωήν Dafne ... lanza un grito arbóreo Nonn.D.15.300.
3 boscoso, cubierto de árboles ὄρεα Hp.Aër.13, cf. Orph.A.465; cf. δενδροειδής.
German (Pape)
[Seite 546] ες, baumartig, Diosc.; νύμφαι, Baumnymphen, Mel. 111 (VII, 196).
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 boisé;
2 de la nature des arbres;
3 qui vit de la vie d'un arbre (nymphe, dryade).
Étymologie: δένδρον, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
δενδρώδης: -ες, =δενδροειδής, ὅμοιος δένδρῳ, Ἀριστ. π. Μακροβ. 6, 7, Διοσκ. 4. 175. 2) δενδρ. Νύμφαι, νύμφαι τῶν δασῶν, Ἀνθ. Π. 7. 196. 3) δασώδης, ὄρη Ἱππ. Ἀέρ. 289.
Greek Monolingual
-ες (AM δενδρώδης, -ες) δένδρον
γεμάτος με δένδρα, δασώδης
αρχ.
1. ο όμοιος με δένδρο, ο δενδροειδής
2. (ως επίθ. τών Νυμφών) «δενδρώδεις Νύμφαι» — οι νύμφες του δάσους.
Greek Monotonic
δενδρώδης: -ες (εἶδος), ό,τι μοιάζει με δέντρο ή με τα χαρακτηριστικά αυτού· δενδρώδεις Νύμφαι, Νύμφες του Δάσους, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δενδρώδης:
1) древовидный (φυτά Arst.);
2) древесный (νόμφαι Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δενδρώδης -ες [δένδρον] rijk aan bomen. van de boom, boom-.