Μεγαρεύς: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*megareu/s | |Beta Code=*megareu/s | ||
|Definition=έως, ὁ, [[citizen of Megara]], <span class="bibl">Thgn.23</span>, etc.: pl. <b class="b3">Μεγαρέες, -εῖς, -ῆς</b>, <span class="bibl">Hdt.1.59</span>, etc.: [[proverb|prov.]], <b class="b3">Μεγαρέων δάκρυα</b> 'crocodile's tears' (because of the quantity of onions grown near Megara), <span class="bibl">Zen.5.8</span>. | |Definition=έως, ὁ, [[citizen of Megara]], <span class="bibl">Thgn.23</span>, etc.: pl. <b class="b3">Μεγαρέες, -εῖς, -ῆς</b>, <span class="bibl">Hdt.1.59</span>, etc.: [[proverb|prov.]], <b class="b3">Μεγαρέων δάκρυα</b> 'crocodile's tears' (because of the quantity of onions grown near Megara), <span class="bibl">Zen.5.8</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως;<br /><i>adj. m.</i><br />de Mégare, Mégarien.<br />'''Étymologie:''' [[Μέγαρα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Μεγᾰρεύς''': έως, ὁ, [[πολίτης]] ἢ [[κάτοικος]] τῶν Μεγάρων, Θέογν. 23, κτλ.· πλ. Μεγαρεῖς ἢ -ῆς, Ἡρόδ., παροιμ., Μεγαρέων δάκρυα, «κροκοδείλου δάκρυα», ([[ἕνεκα]] τῆς ἀφθονίας κρομμύων φυομένων παρὰ τὰ [[Μέγαρα]]), Παροιμιογρ.· Μεγαρεῖς δὲ φεῦγε πάντας· εἰσὶ γὰρ πικροὶ Ἀνθολ. Παλ. 11. 440. | |lstext='''Μεγᾰρεύς''': έως, ὁ, [[πολίτης]] ἢ [[κάτοικος]] τῶν Μεγάρων, Θέογν. 23, κτλ.· πλ. Μεγαρεῖς ἢ -ῆς, Ἡρόδ., παροιμ., Μεγαρέων δάκρυα, «κροκοδείλου δάκρυα», ([[ἕνεκα]] τῆς ἀφθονίας κρομμύων φυομένων παρὰ τὰ [[Μέγαρα]]), Παροιμιογρ.· Μεγαρεῖς δὲ φεῦγε πάντας· εἰσὶ γὰρ πικροὶ Ἀνθολ. Παλ. 11. 440. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:11, 1 October 2022
English (LSJ)
έως, ὁ, citizen of Megara, Thgn.23, etc.: pl. Μεγαρέες, -εῖς, -ῆς, Hdt.1.59, etc.: prov., Μεγαρέων δάκρυα 'crocodile's tears' (because of the quantity of onions grown near Megara), Zen.5.8.
French (Bailly abrégé)
έως;
adj. m.
de Mégare, Mégarien.
Étymologie: Μέγαρα.
Greek (Liddell-Scott)
Μεγᾰρεύς: έως, ὁ, πολίτης ἢ κάτοικος τῶν Μεγάρων, Θέογν. 23, κτλ.· πλ. Μεγαρεῖς ἢ -ῆς, Ἡρόδ., παροιμ., Μεγαρέων δάκρυα, «κροκοδείλου δάκρυα», (ἕνεκα τῆς ἀφθονίας κρομμύων φυομένων παρὰ τὰ Μέγαρα), Παροιμιογρ.· Μεγαρεῖς δὲ φεῦγε πάντας· εἰσὶ γὰρ πικροὶ Ἀνθολ. Παλ. 11. 440.
Greek Monolingual
ο, θηλ. Μεγαρίς και Μεγαρίδα (Α Μεγαρεύς, θηλ. Μεγαρίς) Μέγαρα
1. ο κάτοικος τών Μεγάρων ή αυτός που κατάγεται από τα Μέγαρα
αρχ.
παροιμ. «Μεγαρέων δάκρυα» — ψεύτικα δάκρυα, κροκοδείλια δάκρυα.
Greek Monotonic
Μεγᾰρεύς: -έως, ὁ, πολίτης των Μεγάρων, πληθ. Μεγαρεῖς ή -ῆς, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
Μεγᾰρεύς: έως ὁ (pl. Μεγαρεῖς, Μεγαρῆς, эп.-ион. Μεγαρέες, Μεγαρῆες и Μεγαρῇς) житель или уроженец Мегары Her., Xen., Thuc. etc.
έως ὁ Мегарей (сын Креонта) Aesch., Soph.
Middle Liddell
Μεγᾰρεύς, έως, [from Μέγαράδε
a citizen of Megara, pl. Μεγαρεῖς or -ῆς, Hdt., etc.