δεράς: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
(1a)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0548.png Seite 548]] άδος, ἡ, = [[δειράς]], nach Herm. Conj., Soph. Phil. 49 1; Eur. I. T. 1240.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0548.png Seite 548]] άδος, ἡ, = [[δειράς]], nach Herm. Conj., Soph. Phil. 49 1; Eur. I. T. 1240.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[δειράς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δεράς''': -άδος, ἡ, = [[δειράς]], ἐκ διορθώσεως τοῦ Toup ἐν Σοφ. Φ. 491.
|lstext='''δεράς''': -άδος, ἡ, = [[δειράς]], ἐκ διορθώσεως τοῦ Toup ἐν Σοφ. Φ. 491.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[δειράς]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:20, 1 October 2022

German (Pape)

[Seite 548] άδος, ἡ, = δειράς, nach Herm. Conj., Soph. Phil. 49 1; Eur. I. T. 1240.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
c. δειράς.

Greek (Liddell-Scott)

δεράς: -άδος, ἡ, = δειράς, ἐκ διορθώσεως τοῦ Toup ἐν Σοφ. Φ. 491.

Greek Monolingual

δεράς (-άδος), η (Α)
η δειράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφαλμένος τύπος αντί του δειράς].

Greek Monotonic

δεράς: -άδος, ἡ, =δειράς, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δεράς: άδος ἡ Soph., Eur. = δειράς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεράς -άδος, ἡ [~ δειράς] bergrug; hooggelegen vallei; graat, pas (tussen twee valleien).

Middle Liddell

= δειράς, Soph.]