διομολόγησις: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[pacto]] πρὸς Ἀσδρούβαν Plb.3.27.9<br /><b class="num">•</b>[[contrato concerniente a]] ταῖς ὑπὲρ τῶν ἄλλων διομολογήσεσι περὶ χρημάτων D.S.9.10. | |dgtxt=-εως, ἡ<br />[[pacto]] πρὸς Ἀσδρούβαν Plb.3.27.9<br /><b class="num">•</b>[[contrato concerniente a]] ταῖς ὑπὲρ τῶν ἄλλων διομολογήσεσι περὶ χρημάτων D.S.9.10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />convention.<br />'''Étymologie:''' [[διομολογέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διομολόγησις''': -εως, ἡ, [[συμφωνία]], [[πρός]] τινα Πολύβ. 3. 27, 9. | |lstext='''διομολόγησις''': -εως, ἡ, [[συμφωνία]], [[πρός]] τινα Πολύβ. 3. 27, 9. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:20, 1 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, convention, πρός τινα Plb.3.27.9 (pl.), D.S.9.10 (pl.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
pacto πρὸς Ἀσδρούβαν Plb.3.27.9
•contrato concerniente a ταῖς ὑπὲρ τῶν ἄλλων διομολογήσεσι περὶ χρημάτων D.S.9.10.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
convention.
Étymologie: διομολογέω.
Greek (Liddell-Scott)
διομολόγησις: -εως, ἡ, συμφωνία, πρός τινα Πολύβ. 3. 27, 9.
Greek Monotonic
διομολόγησις: -εως, ἡ, συμφωνία, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
διομολόγησις: εως ἡ соглашение, взаимное условие Polyb., Diod.
Middle Liddell
διομολόγησις, εως n n
a convention, Polyb.