δραματικός: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0665.png Seite 665]] dramatisch, zum Drama gehörig; μιμήσεις Arist. poet. 4, 13, u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0665.png Seite 665]] dramatisch, zum Drama gehörig; μιμήσεις Arist. poet. 4, 13, u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />dramatique, théâtral.<br />'''Étymologie:''' [[δρᾶμα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δρᾱμᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς [[δρᾶμα]], μιμήσεις Ἀριστ. Ποιητ. 4, 12· μῦθοι [[αὐτόθι]] 23, 1· δ. [[ἀτοπία]], οἵα εὑρίσκεται εἰς δράματα, Διον. Ἁλ. 1. 84. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Βασίλ. 1, 935, Εὐστ. 6. 11.
|lstext='''δρᾱμᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς [[δρᾶμα]], μιμήσεις Ἀριστ. Ποιητ. 4, 12· μῦθοι [[αὐτόθι]] 23, 1· δ. [[ἀτοπία]], οἵα εὑρίσκεται εἰς δράματα, Διον. Ἁλ. 1. 84. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Βασίλ. 1, 935, Εὐστ. 6. 11.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />dramatique, théâtral.<br />'''Étymologie:''' [[δρᾶμα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρᾱμᾰτικός Medium diacritics: δραματικός Low diacritics: δραματικός Capitals: ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dramatikós Transliteration B: dramatikos Transliteration C: dramatikos Beta Code: dramatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, dramatic, μιμήσεις Arist.Po.1448b35; μῦθοι ib.1459a19; δ. ἀτοπία such as is found in plays, D.H.1.84. Adv. -κῶς Ammon. in Cat.14.15, Eust.6.11.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1dramático, δεῖ τοὺς μύθους καθάπερ ἐν ταῖς τραγῳδίαις συνιστάναι δραματικούς Arist.Po.1459a19, πλοκή Plu.2.973e, δραματικὴ περιπέτεια argumento de un drama Hero Def.138.8
esp. como dialogístico (Ὅμηρος) μιμήσεις δραματικὰς ἐποίησεν Arist.Po.1448b35, τοὺς διαλόγους ... τοὺς μὲν δραματικούς, τοὺς δὲ διηγηματικούς, τοὺς δὲ μεικτούς de los diálogos platónicos, D.L.3.50, ἀποστρέψας τοῦ διηγήματος τὸν διάλογον ἐπὶ τὸ δραματικόν D.H.Th.38.1, cf. 37.2, Plu.2.711c, Him.10.1, Sch.Er.Il.2.494-877.
2 peyor. fantástico, fingido, inventado ὡς δραματικῆς μεστὸν ἀτοπίας διασύρουσιν D.H.1.84
compar. c. sent. intens., Philostr.VA 5.16
descomedido, exagerado τῶν πραγμάτων τὰ δραματικὰ καὶ πανηγυρικά Plu.2.42a.
II adv. -ῶς dramáticamente, en forma dialógica Ast.Am.Hom.1.12.1, Ammon.in Cat.4.15.

German (Pape)

[Seite 665] dramatisch, zum Drama gehörig; μιμήσεις Arist. poet. 4, 13, u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dramatique, théâtral.
Étymologie: δρᾶμα.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾱμᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς δρᾶμα, μιμήσεις Ἀριστ. Ποιητ. 4, 12· μῦθοι αὐτόθι 23, 1· δ. ἀτοπία, οἵα εὑρίσκεται εἰς δράματα, Διον. Ἁλ. 1. 84. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Βασίλ. 1, 935, Εὐστ. 6. 11.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δραματικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δράμα
νεοελλ.
1. εντυπωσιακός, με αιφνιδιαστικές αλλαγές και δημιουργία κρίσιμων καταστάσεων («δραματικά γεγονότα», «δραματικές επιπτώσεις» κ.λπ.)
2. αυτός που πάλλεται από συγκίνηση («δραματικό ύφος»)
3. ο υπερβολικά επιτηδευμένος, αυτός που αποβλέπει στη δημιουργία εντυπώσεων, ο θεατρινίστικος.

Russian (Dvoretsky)

δρᾰμᾰτικός: драматический, сценический (μιμήσεις Arst.; πράγματα Plut.).