εὔχροος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1110.png Seite 1110]] zsgz. εὔχρους, von guter, gesunder Farbe, gesundem Aussehen, Xen. Lac. 5, 8; Arist. u. Folgende; εὔχρους [[χρόα]], schöne Farbe, Theophr., wie χρώματα εὔχροα Philoch. Ath. XIV, 638 a; εὐχροώτερος, Xen. Cyr. 8, 1, 41; εὐχρούστερος, Arist. probl. 2, 30 u. Theophr.; s. Lob. Phryn. p. 143. Vgl. [[εὔχρως]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1110.png Seite 1110]] zsgz. εὔχρους, von guter, gesunder Farbe, gesundem Aussehen, Xen. Lac. 5, 8; Arist. u. Folgende; εὔχρους [[χρόα]], schöne Farbe, Theophr., wie χρώματα εὔχροα Philoch. Ath. XIV, 638 a; εὐχροώτερος, Xen. Cyr. 8, 1, 41; εὐχρούστερος, Arist. probl. 2, 30 u. Theophr.; s. Lob. Phryn. p. 143. Vgl. [[εὔχρως]].
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />de belle couleur, de beau teint;<br /><i>Cp.</i> εὐχροώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χρόα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔχροος''': -ον, σηνῃρημ. εὔχρους, ουν· Ἰων. εὔχροιος, ον· πρβλ. [[εὔχρως]]· ([[χρόα]])· ἔχων καλόν, ζωηρόν, ἀνθηρὸν [[χρῶμα]], καλὴν ἐπιδερμίδα, ὑγιής, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ξεν. Λακ. 5. 8, κτλ.· - Συγκρ. -οώτερος Ξεν. Κύρ. 8. 1, 41· -ούστερος Ἀριστ. Προβλ. 2. 30, κτλ.· Ὑπερθ. -ούστατος [[αὐτόθι]] 32. 1. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, εὔχροα χρώματα Φιλόχορ. παρ’ Ἀθην. 638Α. - Ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει τόμ. Β΄ σ. 49 κἑξ.
|lstext='''εὔχροος''': -ον, σηνῃρημ. εὔχρους, ουν· Ἰων. εὔχροιος, ον· πρβλ. [[εὔχρως]]· ([[χρόα]])· ἔχων καλόν, ζωηρόν, ἀνθηρὸν [[χρῶμα]], καλὴν ἐπιδερμίδα, ὑγιής, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ξεν. Λακ. 5. 8, κτλ.· - Συγκρ. -οώτερος Ξεν. Κύρ. 8. 1, 41· -ούστερος Ἀριστ. Προβλ. 2. 30, κτλ.· Ὑπερθ. -ούστατος [[αὐτόθι]] 32. 1. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, εὔχροα χρώματα Φιλόχορ. παρ’ Ἀθην. 638Α. - Ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει τόμ. Β΄ σ. 49 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />de belle couleur, de beau teint;<br /><i>Cp.</i> εὐχροώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χρόα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχροος Medium diacritics: εὔχροος Low diacritics: εύχροος Capitals: ΕΥΧΡΟΟΣ
Transliteration A: eúchroos Transliteration B: euchroos Transliteration C: eychroos Beta Code: eu)/xroos

English (LSJ)

ον, contr. εὔχρους, ουν, Ion. εὔχροιος, ον, (χρόα) A well-coloured, of good or healthy complexion, Hp.Aph.3.17, X.Lac.5.8, etc.; κριὸν εὔχρουν IG5(1).1390.67 (Andania, i B.C.): Comp. -οώτερος X.Cyr.8.1.41; -ούστερος Arist.Pr.863b1: Sup. -ούστατος ib.960b5. 2 in Music, εὔχροα χρώματα Philoch.66.

German (Pape)

[Seite 1110] zsgz. εὔχρους, von guter, gesunder Farbe, gesundem Aussehen, Xen. Lac. 5, 8; Arist. u. Folgende; εὔχρους χρόα, schöne Farbe, Theophr., wie χρώματα εὔχροα Philoch. Ath. XIV, 638 a; εὐχροώτερος, Xen. Cyr. 8, 1, 41; εὐχρούστερος, Arist. probl. 2, 30 u. Theophr.; s. Lob. Phryn. p. 143. Vgl. εὔχρως.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
de belle couleur, de beau teint;
Cp. εὐχροώτερος.
Étymologie: εὖ, χρόα.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχροος: -ον, σηνῃρημ. εὔχρους, ουν· Ἰων. εὔχροιος, ον· πρβλ. εὔχρως· (χρόα)· ἔχων καλόν, ζωηρόν, ἀνθηρὸν χρῶμα, καλὴν ἐπιδερμίδα, ὑγιής, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ξεν. Λακ. 5. 8, κτλ.· - Συγκρ. -οώτερος Ξεν. Κύρ. 8. 1, 41· -ούστερος Ἀριστ. Προβλ. 2. 30, κτλ.· Ὑπερθ. -ούστατος αὐτόθι 32. 1. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, εὔχροα χρώματα Φιλόχορ. παρ’ Ἀθην. 638Α. - Ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει τόμ. Β΄ σ. 49 κἑξ.

Greek Monotonic

εὔχροος: -ον, συνηρ. -χρους, -ουν, Ιων. -χροιος, -ον (χρόα)· αυτός που έχει καλό χρώμα, ζωηρόχρωμος, αυτός που έχει καλή όψη, όμορφη επιδερμίδα προσώπου, ακμαίος, σφριγηλός, υγιής, σε Ξεν. κ.λπ.· συγκρ. -οώτερος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

εὔχροος: стяж. εὔχρους 2 с красивым цветом (лица), цветущий, свежий (на вид) Xen., Arst.