αἰνιγμός: Difference between revisions
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[enigma]], [[acertijo]] gener. en plu. en sintagmas δι' αἰνιγμῶν, ἐν αἰνιγμοῖς, etc.: δι' αἰνιγμῶν ἐρεῖν Ar.<i>Ra</i>.61, ἐν αἰνιγμοῖς σημαίνει E.<i>Rh</i>.754, cf. E.<i>Ph</i>.1353, Pl.<i>Ti</i>.72b, Anaxil.22.23, Aeschin.3.121, Plu.<i>Galb</i>.24, Sch.E.<i>Hipp</i>.345<br /><b class="num">•</b>sg. ἐν αἰνιγμῷ Callisth.Olynth.13. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[enigma]], [[acertijo]] gener. en plu. en sintagmas δι' αἰνιγμῶν, ἐν αἰνιγμοῖς, etc.: δι' αἰνιγμῶν ἐρεῖν Ar.<i>Ra</i>.61, ἐν αἰνιγμοῖς σημαίνει E.<i>Rh</i>.754, cf. E.<i>Ph</i>.1353, Pl.<i>Ti</i>.72b, Anaxil.22.23, Aeschin.3.121, Plu.<i>Galb</i>.24, Sch.E.<i>Hipp</i>.345<br /><b class="num">•</b>sg. ἐν αἰνιγμῷ Callisth.Olynth.13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />énigme.<br />'''Étymologie:''' [[αἰνίσσομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰνιγμός''': ὁ, [[ἀσαφής]] [[λόγος]], ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ὡς τὸ [[αἴνιγμα]], κατὰ πληθ., δι᾿ αἰνιγμῶν ἐρεῖν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 61, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 72Ε., ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνειν τι, Εὐρ. Ρῆσ. 754· ἐν αἰν. λαλεῖν, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι», 23. | |lstext='''αἰνιγμός''': ὁ, [[ἀσαφής]] [[λόγος]], ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ὡς τὸ [[αἴνιγμα]], κατὰ πληθ., δι᾿ αἰνιγμῶν ἐρεῖν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 61, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 72Ε., ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνειν τι, Εὐρ. Ρῆσ. 754· ἐν αἰν. λαλεῖν, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι», 23. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:35, 1 October 2022
English (LSJ)
ὁ, riddle, mostly like αἴνιγμα in plural, δι' αἰνιγμῶν ἐρεῖν Ar. Ra.61, cf. Pl.Ti.72b, Aeschin.3.121; ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνειν τι E. Rh.754; ἐν αἰ. λαλεῖν Anaxil.22.23: sg., Callisth. ap. Ath.10.452a.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
enigma, acertijo gener. en plu. en sintagmas δι' αἰνιγμῶν, ἐν αἰνιγμοῖς, etc.: δι' αἰνιγμῶν ἐρεῖν Ar.Ra.61, ἐν αἰνιγμοῖς σημαίνει E.Rh.754, cf. E.Ph.1353, Pl.Ti.72b, Anaxil.22.23, Aeschin.3.121, Plu.Galb.24, Sch.E.Hipp.345
•sg. ἐν αἰνιγμῷ Callisth.Olynth.13.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
énigme.
Étymologie: αἰνίσσομαι.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνιγμός: ὁ, ἀσαφής λόγος, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ὡς τὸ αἴνιγμα, κατὰ πληθ., δι᾿ αἰνιγμῶν ἐρεῖν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 61, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 72Ε., ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνειν τι, Εὐρ. Ρῆσ. 754· ἐν αἰν. λαλεῖν, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι», 23.
Greek Monotonic
αἰνιγμός: ὁ = αἴνιγμα, αίνιγμα, γρίφος· δι' αἰνιγμῶν ἐρεῖν, σε Αριστοφ.· ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνειν τι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
αἰνιγμός: ὁ Eur., Arph., Plat. = αίνιγμα.
Middle Liddell
= αἴνιγμα
a riddle, δι' αἰνιγμῶν ἐρεῖν Ar.; ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνειν Eur.