αἱμακτός: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[sangriento]] χερνίβων ῥανίσι ... αἱμακταῖς E.<i>IT</i> 645. | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[sangriento]] χερνίβων ῥανίσι ... αἱμακταῖς E.<i>IT</i> 645. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />ensanglanté.<br />'''Étymologie:''' [[αἱμάσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἱμακτός''': ή, ήν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[αἱμάσσω]], ἀναμεμιγμένος αἵματι, ἐξ αἵματος ἀποτελούμενος, Εὐρ. Ι. Τ. 644. | |lstext='''αἱμακτός''': ή, ήν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[αἱμάσσω]], ἀναμεμιγμένος αἵματι, ἐξ αἵματος ἀποτελούμενος, Εὐρ. Ι. Τ. 644. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:35, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, mingled with blood, of blood, E.IT645 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
sangriento χερνίβων ῥανίσι ... αἱμακταῖς E.IT 645.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
ensanglanté.
Étymologie: αἱμάσσω.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμακτός: ή, ήν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ αἱμάσσω, ἀναμεμιγμένος αἵματι, ἐξ αἵματος ἀποτελούμενος, Εὐρ. Ι. Τ. 644.
Greek Monotonic
αἱμακτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του αἱμάσσω, αυτός που έχει αναμιχθεί με αίμα, αυτός που αποτελείται από αίμα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμακτός: смешанный с кровью, кровавый (ῥανίδες Eur.).
Middle Liddell
verb. adj. of αἱμάσσω
mingled with blood, of blood, Eur.