βάρδιστος: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0433.png Seite 433]] poet. für βράδιστος, superl. von [[βραδύς]], Il. 23, 310. 530; Theocr. 15, 140; nach Greg. Cor. dorisch.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0433.png Seite 433]] poet. für βράδιστος, superl. von [[βραδύς]], Il. 23, 310. 530; Theocr. 15, 140; nach Greg. Cor. dorisch.
}}
{{bailly
|btext=<i>poét. p.</i> βραδύτατος, v. [[βραδύς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βάρδιστος''': -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ βράδιστος, ὑπερθ. τοῦ βραδὺς Ἰλ. Ψ. 310· [[ἕτερος]] [[τύπος]] βαρδύτερος ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 29. 30.
|lstext='''βάρδιστος''': -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ βράδιστος, ὑπερθ. τοῦ βραδὺς Ἰλ. Ψ. 310· [[ἕτερος]] [[τύπος]] βαρδύτερος ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 29. 30.
}}
{{bailly
|btext=<i>poét. p.</i> βραδύτατος, v. [[βραδύς]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 18:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάρδιστος Medium diacritics: βάρδιστος Low diacritics: βάρδιστος Capitals: ΒΑΡΔΙΣΤΟΣ
Transliteration A: bárdistos Transliteration B: bardistos Transliteration C: vardistos Beta Code: ba/rdistos

English (LSJ)

η, ον, poet. for βράδιστος, Sup. of βραδύς, Il.23.310, Theoc.15.104, Doroth.(?)ap.Heph.Astr.3.30: Comp. βαρδύτερος Theoc.29.30.

Spanish (DGE)

βαρδύτερος v. βραδύς.

German (Pape)

[Seite 433] poet. für βράδιστος, superl. von βραδύς, Il. 23, 310. 530; Theocr. 15, 140; nach Greg. Cor. dorisch.

French (Bailly abrégé)

poét. p. βραδύτατος, v. βραδύς.

Greek (Liddell-Scott)

βάρδιστος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ βράδιστος, ὑπερθ. τοῦ βραδὺς Ἰλ. Ψ. 310· ἕτερος τύπος βαρδύτερος ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 29. 30.

English (Autenrieth)

see βραδύς.

Greek Monotonic

βάρδιστος: -η, -ον, από Επικ. μετάθ. αντί βράδιστος· υπερθ. του βραδύς, σε Ομήρ. Ιλ.· βαρδύτερος, αντί βραδύτερος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

βάρδιστος: эп. (= βράδιστος) superl. к βραούς.

Middle Liddell

[by epic metath. for βράδιστος, Sup.of βραδύς, Il.]

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βάρδιστος superl. van βραδύς.