βάσιμος: Difference between revisions
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0437.png Seite 437]] gangbar, zugänglich, wo man fest fußen kann, [[τόπος]] τινί Dem. 25, 76; [[χρόνος]] ἱστορίᾳ β. Plut. Thes. 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0437.png Seite 437]] gangbar, zugänglich, wo man fest fußen kann, [[τόπος]] τινί Dem. 25, 76; [[χρόνος]] ἱστορίᾳ β. Plut. Thes. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />où l'on peut marcher, accessible.<br />'''Étymologie:''' [[βαίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βάσιμος''': [ᾰ], -ον, (βαίνω) ὃν δύναταί τις νὰ διαβῇ, [[βατός]], [[προσιτός]], Δημ. 763. 5· [[χρόνος]] ἱστορίᾳ βας. Πλούτ. Θησ. 1. | |lstext='''βάσιμος''': [ᾰ], -ον, (βαίνω) ὃν δύναταί τις νὰ διαβῇ, [[βατός]], [[προσιτός]], Δημ. 763. 5· [[χρόνος]] ἱστορίᾳ βας. Πλούτ. Θησ. 1. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:55, 1 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (βαίνω) A passable, accessible, D.S.5.44,al. (dub. sens. in Tim.Pers.65); τόποι S.E.M.1.78: metaph. of a rhetorical τόπος, D.25.76, cf. D.S.23.15, al.; χρόνος ἱστορίᾳ β. Plu.Thes.1. II fixed, stable, Eustr. in EN98.3.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de lugares accesible, practicable Tim.15.57, ὁδοὶ πᾶσαι Ph.1.297, γῆ Sitz.Wien.265(1).1969.14.100 (Lidia I d.C.), πεδιάς Aristid.Quint.59.13, χῶρος Aristid.Or.39.6, τόποι S.E.M.1.78, τὸ ἄδυτον Clem.Al.Strom.5.6.34
•c. dat. γῆ καὶ θάλασσα ... ἀνθρώποις I.AI 3.123, τόπος ... ἀνθρώπῳ D.S.5.44, πέτρα ... τοῖς πτηνοῖς Polyaen.4.3.29, ref. a Atenas ποῖος γὰρ τόπος τοῖς ξένοις β. εἰς παιδείαν; D.S.13.27
•subst. τὸ β. practicabilidad de un terreno, Hld.2.3.2.
2 fig., de abstr. viable, posible c. dat. τούτῳ δ' οὐδέν'... τῶν τόπων ... βάσιμον ref. al τόπος ret., D.25.76, cf. Eun.VS 489, πάντα γὰρ τῇ συνέσει βάσιμα D.S.23.15.10, ἔρωτι δὲ ἄρα πάντα βάσιμα Longus 3.5.4, βάσιμον ἱστορίᾳ ... χρόνον época viable para una investigación histórica Plu.Thes.1, αὐτῇ τὸ χρῆμα ref. al embarazo de Sara, Cyr.Al.M.72.113C, βάσιμον τῷ εὐδαίμονι τὸ μακάριον Eustr.in EN 98.3.
II firme, seguro, estable Hsch.
German (Pape)
[Seite 437] gangbar, zugänglich, wo man fest fußen kann, τόπος τινί Dem. 25, 76; χρόνος ἱστορίᾳ β. Plut. Thes. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l'on peut marcher, accessible.
Étymologie: βαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
βάσιμος: [ᾰ], -ον, (βαίνω) ὃν δύναταί τις νὰ διαβῇ, βατός, προσιτός, Δημ. 763. 5· χρόνος ἱστορίᾳ βας. Πλούτ. Θησ. 1.
Greek Monotonic
βάσῐμος: [ᾰ], -ον (βαίνω), προσβάσιμος, προσιτός, σε Δημ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
βάσῐμος: (ᾰ) проходимый, доступный (τόποι Dem., Plut., Diod.; β. ἱστορία χρόνος Plut.).
Middle Liddell
βαίνω
passable, accessible, Dem., Plut.