διερμηνευτής: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[intérprete]], 1<i>Ep.Cor</i>.14.28, Hsch.s.u. ὑποφῆται.
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[intérprete]], 1<i>Ep.Cor</i>.14.28, Hsch.s.u. ὑποφῆται.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />interprète.<br />'''Étymologie:''' [[διερμηνεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διερμηνευτής''': -οῦ, ὁ, [[ἑρμηνευτής]], [[ἐξηγητής]], διάφ. γραφ. ἐν α' Ἐπιστ. π. Κορινθ. ιδ', 28, Ἐκκλ.
|lstext='''διερμηνευτής''': -οῦ, ὁ, [[ἑρμηνευτής]], [[ἐξηγητής]], διάφ. γραφ. ἐν α' Ἐπιστ. π. Κορινθ. ιδ', 28, Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />interprète.<br />'''Étymologie:''' [[διερμηνεύω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 19:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διερμηνευτής Medium diacritics: διερμηνευτής Low diacritics: διερμηνευτής Capitals: ΔΙΕΡΜΗΝΕΥΤΗΣ
Transliteration A: diermēneutḗs Transliteration B: diermēneutēs Transliteration C: diermineftis Beta Code: diermhneuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, interpreter, v.l. in 1 Ep.Cor.14.28.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ intérprete, 1Ep.Cor.14.28, Hsch.s.u. ὑποφῆται.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
interprète.
Étymologie: διερμηνεύω.

Greek (Liddell-Scott)

διερμηνευτής: -οῦ, ὁ, ἑρμηνευτής, ἐξηγητής, διάφ. γραφ. ἐν α' Ἐπιστ. π. Κορινθ. ιδ', 28, Ἐκκλ.

English (Strong)

from διερμηνεύω; an explainer: interpreter.

English (Thayer)

διερμηνευτου, ὁ (διερμηνεύω, which see), an interpreter: L Tr WH marginal reading ἑρμηνευτής.). (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ο (AM διερμηνευτής) διερμηνεύω
ερμηνευτής, εξηγητής
νεοελλ.
1. διερμηνέας
2. (μέγας διερμηνευτής) υψηλό αξίωμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας
3. εκκλησιαστικό αξίωμα.

Greek Monotonic

διερμηνευτής: -οῦ, ὁ, διερμηνέας, αυτός που ερμηνεύει, εξηγεί, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

διερμηνευτής: ου ὁ истолкователь NT.

Middle Liddell

διερμηνευτής, οῦ, n [from διερμηνεύω
an interpreter, NTest.

Chinese

原文音譯:diermhneut»j 笛-誒而姆扭帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:通過-解釋(者)
字義溯源:講解者,通譯員,繙譯;源自(διερμηνεύω)=徹底的講解);由(διά)*=通過)與(ἑρμηνεύω)=解釋)組成;其中 (ἑρμηνεύω)出自(Ἑρμῆς)*=希耳米,希臘諸神使者之名)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 繙譯者(1) 林前14:28