διεχής: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br />[[discontinuo]] op. συνεχής: τὰ δ' ἀγαθά Plu.2.115f, ὕλη Aristid.Quint.108.17, δ. ... ἐστι σπεῖρα ἡ ἔχουσα [[διάλειμμα]] Hero <i>Def</i>.97, cf. Procl.<i>in Euc</i>.119.16, [[ἀναλογία]] Procl.<i>in Ti</i>.2.173.11, ἡ σύνθεσις Dam.<i>in Prm</i>.454, cf. <i>Theol.Ar</i>.36<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[discontinuidad]] τὸ μὴ δ. ... ὑμένος de la tela de araña, Plu.2.966e, cf. Aristid.Quint.108.21. | |dgtxt=-ές<br />[[discontinuo]] op. συνεχής: τὰ δ' ἀγαθά Plu.2.115f, ὕλη Aristid.Quint.108.17, δ. ... ἐστι σπεῖρα ἡ ἔχουσα [[διάλειμμα]] Hero <i>Def</i>.97, cf. Procl.<i>in Euc</i>.119.16, [[ἀναλογία]] Procl.<i>in Ti</i>.2.173.11, ἡ σύνθεσις Dam.<i>in Prm</i>.454, cf. <i>Theol.Ar</i>.36<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[discontinuidad]] τὸ μὴ δ. ... ὑμένος de la tela de araña, Plu.2.966e, cf. Aristid.Quint.108.21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />interrompu, disjoint, séparé.<br />'''Étymologie:''' [[διέχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διεχής''': -ές, κεχωρισμένος, ἀντίθ. [[συνεχής]], Πλούτ. 2. 115F. | |lstext='''διεχής''': -ές, κεχωρισμένος, ἀντίθ. [[συνεχής]], Πλούτ. 2. 115F. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ές, discontinuous, opp. συνεχής, Plu.2.115f, Aristid.Quint.3.10; σπεῖρα Procl.in Euc.p.119 F.
Spanish (DGE)
-ές
discontinuo op. συνεχής: τὰ δ' ἀγαθά Plu.2.115f, ὕλη Aristid.Quint.108.17, δ. ... ἐστι σπεῖρα ἡ ἔχουσα διάλειμμα Hero Def.97, cf. Procl.in Euc.119.16, ἀναλογία Procl.in Ti.2.173.11, ἡ σύνθεσις Dam.in Prm.454, cf. Theol.Ar.36
•subst. τὸ δ. discontinuidad τὸ μὴ δ. ... ὑμένος de la tela de araña, Plu.2.966e, cf. Aristid.Quint.108.21.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
interrompu, disjoint, séparé.
Étymologie: διέχω.
Greek (Liddell-Scott)
διεχής: -ές, κεχωρισμένος, ἀντίθ. συνεχής, Πλούτ. 2. 115F.
Greek Monolingual
διεχής, -ές (Α)
ξεχωρισμένος, ασυνεχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -εχής < έχω (πρβλ. συνεχής, προσεχής)].
Russian (Dvoretsky)
διεχής: разделенный, раздельный, обособленный (ἀγαθὰ διεχῆ τε καὶ δυσκόλως συνερχόμενα πρὸς αὐτοῖς Plut.): μὴ δ. Plut. непрерывный, сплошной.