δυστοκεύς: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0689.png Seite 689]] ὁ, der Unglückserzeuger, τοκέες Ep. ad. 703 (App. 225). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0689.png Seite 689]] ὁ, der Unglückserzeuger, τοκέες Ep. ad. 703 (App. 225). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br />malheureux père ; <i>plur.</i> malheureux parents.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[τοκεύς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυστοκεύς''': έως, ὁ, ἀτυχὴς [[γονεύς]], δυστοκέες ἀλετρίδες Καλλ. εἰς Δῆλ. 242· δ. τοκέες Ἀνθ. Π. παράρτ. 225. | |lstext='''δυστοκεύς''': έως, ὁ, ἀτυχὴς [[γονεύς]], δυστοκέες ἀλετρίδες Καλλ. εἰς Δῆλ. 242· δ. τοκέες Ἀνθ. Π. παράρτ. 225. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:05, 1 October 2022
English (LSJ)
έως, ὁ, ἡ, suffering in child-birth, δυστοκέες ἀλετρίδες Call.Del. 242; unhappy parent, δ. τοκέες IG14.2125.
Spanish (DGE)
-έως
• Morfología: [plu. nom. δυστοκέες]
1 que padece en el parto ἀλετρίδες Call.Del.242.
2 que es padre desgraciado δυστοκέες τοκέες infelices progenitores, IUrb.Rom.1393.4 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 689] ὁ, der Unglückserzeuger, τοκέες Ep. ad. 703 (App. 225).
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
malheureux père ; plur. malheureux parents.
Étymologie: δυσ-, τοκεύς.
Greek (Liddell-Scott)
δυστοκεύς: έως, ὁ, ἀτυχὴς γονεύς, δυστοκέες ἀλετρίδες Καλλ. εἰς Δῆλ. 242· δ. τοκέες Ἀνθ. Π. παράρτ. 225.
Greek Monolingual
δυστοκεύς, ο, η (Α)
άτυχος γονιός.
Greek Monotonic
δυστοκεύς: -έως, ὁ, άτυχος, δυστυχισμένος γονιός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δυστοκεύς: έως adj. m (о родителях) несчастный (τοκέες Anth.).