αὐτόροφος: Difference between revisions
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[αὐτώροφος]] Gr.Naz.M.37.1439A<br /><b class="num">1</b> [[que forma techo natural]] πέτρα Opp.<i>H</i>.1.22, Eust.<i>Op</i>.324.51, καλάμων σκηναί D.H.1.79, μέλαθρον Nonn.<i>D</i>.14.67, οἶκος Gr.Naz.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[que constituye un abrigo natural]] στέγη Ael.<i>NA</i> 16.17, κενέων Nonn.<i>D</i>.15.192, αὐτορόφοισιν ὑπ' οὔρεσι Orác. en <i>ZPE</i> 7.1971.207.6 (Dídima II d.C.). | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[αὐτώροφος]] Gr.Naz.M.37.1439A<br /><b class="num">1</b> [[que forma techo natural]] πέτρα Opp.<i>H</i>.1.22, Eust.<i>Op</i>.324.51, καλάμων σκηναί D.H.1.79, μέλαθρον Nonn.<i>D</i>.14.67, οἶκος Gr.Naz.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[que constituye un abrigo natural]] στέγη Ael.<i>NA</i> 16.17, κενέων Nonn.<i>D</i>.15.192, αὐτορόφοισιν ὑπ' οὔρεσι Orác. en <i>ZPE</i> 7.1971.207.6 (Dídima II d.C.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui forme un abri naturel.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ὄροφος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτόροφος''': -ον, ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἐστεγασμένος, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἔχων ὀροφήν, πέτραι Ὀππ. Ἁλ. 1. 22· σκηναὶ· Διον. Ἁλ. 1. 79· [[αὐτόροφος]] [[στέγη]], φυσικὴ [[στέγη]], Αἰλ. π. Ζ. 16. 17. | |lstext='''αὐτόροφος''': -ον, ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἐστεγασμένος, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἔχων ὀροφήν, πέτραι Ὀππ. Ἁλ. 1. 22· σκηναὶ· Διον. Ἁλ. 1. 79· [[αὐτόροφος]] [[στέγη]], φυσικὴ [[στέγη]], Αἰλ. π. Ζ. 16. 17. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὐτόροφος]], -ον (AM) και [[αὐτώροφος]], -ον (Α)<br />ο αφευατού στεγασμένος, αυτός που έχει [[φυσική]] [[οροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>όροφος</i>. Το –<i>ω</i> του τ. <i>αυτώροφος</i> βάσει του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» ([[πρβλ]]. [[διώροφος]], [[τριώροφος]])]. | |mltxt=[[αὐτόροφος]], -ον (AM) και [[αὐτώροφος]], -ον (Α)<br />ο αφευατού στεγασμένος, αυτός που έχει [[φυσική]] [[οροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>όροφος</i>. Το –<i>ω</i> του τ. <i>αυτώροφος</i> βάσει του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» ([[πρβλ]]. [[διώροφος]], [[τριώροφος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:10, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, self-covered, roofed or vaulted by nature, πέτρα Opp. H.1.22; καλάμων σκηναί D.H.1.79; αὐ. στέγη a natural roof, Ael. NA16.17.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): αὐτώροφος Gr.Naz.M.37.1439A
1 que forma techo natural πέτρα Opp.H.1.22, Eust.Op.324.51, καλάμων σκηναί D.H.1.79, μέλαθρον Nonn.D.14.67, οἶκος Gr.Naz.l.c.
2 que constituye un abrigo natural στέγη Ael.NA 16.17, κενέων Nonn.D.15.192, αὐτορόφοισιν ὑπ' οὔρεσι Orác. en ZPE 7.1971.207.6 (Dídima II d.C.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui forme un abri naturel.
Étymologie: αὐτός, ὄροφος.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόροφος: -ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ ἐστεγασμένος, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἔχων ὀροφήν, πέτραι Ὀππ. Ἁλ. 1. 22· σκηναὶ· Διον. Ἁλ. 1. 79· αὐτόροφος στέγη, φυσικὴ στέγη, Αἰλ. π. Ζ. 16. 17.
Greek Monolingual
αὐτόροφος, -ον (AM) και αὐτώροφος, -ον (Α)
ο αφευατού στεγασμένος, αυτός που έχει φυσική οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)- + όροφος. Το –ω του τ. αυτώροφος βάσει του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. διώροφος, τριώροφος)].