αὐλωπίας: Difference between revisions
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=κοιλόφθαλμος Hsch.<br />-ου, ὁ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [dór. gen. -α Archestr.<i>SHell</i>.164.1]<br />ict. un tipo de [[atún]], quizá el [[bonito]] o [[albacora]], [[Thynnus alalonga]] Arist.<i>HA</i> 570<sup>b</sup>19, Henioch.3.4, Archestr.l.c., Ael.<i>NA</i> 13.17, cf. tb. ἀλλοπίᾶς y [[αὐλωπός]]. | |dgtxt=κοιλόφθαλμος Hsch.<br />-ου, ὁ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [dór. gen. -α Archestr.<i>SHell</i>.164.1]<br />ict. un tipo de [[atún]], quizá el [[bonito]] o [[albacora]], [[Thynnus alalonga]] Arist.<i>HA</i> 570<sup>b</sup>19, Henioch.3.4, Archestr.l.c., Ael.<i>NA</i> 13.17, cf. tb. ἀλλοπίᾶς y [[αὐλωπός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />poisson de mer inconnu.<br />'''Étymologie:''' [[αὐλός]], [[ὤψ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐλωπίας''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος, ὁ ἄλλως [[καλλιώνυμος]] ἢ [[ἀνθίας]] καλούμενος, τίκτει δὲ καὶ [[αὐλωπίας]], ὃν καλοῦσιν ἀνθίαν τοῦ θέρους Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 17, 7, Ἡνίοχος ἐν «Πολυπράγμονι» 1, Αἰλ. π. Ζ. 13, 17· πιθ. ὁ αὐτὸς καὶ αὐλωπός, ἐν Ὀππ. Ἁλ. 1. 256. Ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ξενοκράτ. σ. 69 ἐν τέλει. | |lstext='''αὐλωπίας''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος, ὁ ἄλλως [[καλλιώνυμος]] ἢ [[ἀνθίας]] καλούμενος, τίκτει δὲ καὶ [[αὐλωπίας]], ὃν καλοῦσιν ἀνθίαν τοῦ θέρους Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 17, 7, Ἡνίοχος ἐν «Πολυπράγμονι» 1, Αἰλ. π. Ζ. 13, 17· πιθ. ὁ αὐτὸς καὶ αὐλωπός, ἐν Ὀππ. Ἁλ. 1. 256. Ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ξενοκράτ. σ. 69 ἐν τέλει. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:15, 1 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ (Dor. gen. ία Archestr.Fr.33), a large fish, similar to ἀνθίας, perhaps Serranus gigas, Arist.HA570b19, Henioch.3.4, Ael. NA13.17; cf. αὐλωπός.
Spanish (DGE)
κοιλόφθαλμος Hsch.
-ου, ὁ
• Morfología: [dór. gen. -α Archestr.SHell.164.1]
ict. un tipo de atún, quizá el bonito o albacora, Thynnus alalonga Arist.HA 570b19, Henioch.3.4, Archestr.l.c., Ael.NA 13.17, cf. tb. ἀλλοπίᾶς y αὐλωπός.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
poisson de mer inconnu.
Étymologie: αὐλός, ὤψ.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλωπίας: -ου, ὁ, εἶδος ἰχθύος, ὁ ἄλλως καλλιώνυμος ἢ ἀνθίας καλούμενος, τίκτει δὲ καὶ αὐλωπίας, ὃν καλοῦσιν ἀνθίαν τοῦ θέρους Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 17, 7, Ἡνίοχος ἐν «Πολυπράγμονι» 1, Αἰλ. π. Ζ. 13, 17· πιθ. ὁ αὐτὸς καὶ αὐλωπός, ἐν Ὀππ. Ἁλ. 1. 256. Ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ξενοκράτ. σ. 69 ἐν τέλει.
Greek Monolingual
αὐλωπίας, ο (Α)
είδος μεγάλου ψαριού που μοιάζει με τον ανθία, ίσως ο Serranus gigas.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + -ωπίας < ωπ (< ωψ, ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + -ίας (πρβλ. μυωπίας, οξυωπίας κ.ά.)].
Russian (Dvoretsky)
αὐλωπίας: ου ὁ авлопий (род неизвестной нам морской рыбы; по некот. предполож. - Scomber alalonga) Arst.