δυσκόμιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0683.png Seite 683]] schwer zu tragen; [[πότμος]] Soph. Ant. 1326; τέκνα Eur. Herc. Fur. 1422.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0683.png Seite 683]] schwer zu tragen; [[πότμος]] Soph. Ant. 1326; τέκνα Eur. Herc. Fur. 1422.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à supporter, intolérable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[κομίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσκόμιστος''': -ον, ὃν δυσκόλως φέρει τις, [[ἀφόρητος]], ἀσνυπόφορος, [[πότμος]], Σοφ. Ἀντ. 1346· τέκνα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1423
|lstext='''δυσκόμιστος''': -ον, ὃν δυσκόλως φέρει τις, [[ἀφόρητος]], ἀσνυπόφορος, [[πότμος]], Σοφ. Ἀντ. 1346· τέκνα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1423
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à supporter, intolérable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[κομίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκόμιστος Medium diacritics: δυσκόμιστος Low diacritics: δυσκόμιστος Capitals: ΔΥΣΚΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dyskómistos Transliteration B: dyskomistos Transliteration C: dyskomistos Beta Code: dusko/mistos

English (LSJ)

ον, hard to bear, intolerable, πότμος S.Ant.1346 (lyr.); τέκνα E.HF1422.

Spanish (DGE)

-ον
1 sent. moral difícil de sobrellevar πότμος S.Ant.1346, ἄχη E.HF 1422.
2 sent. fís. difícil de transportar neutr. subst. τὸ δ. dificultad de transporte de ciertos árboles, Thphr.HP 5.8.1.

German (Pape)

[Seite 683] schwer zu tragen; πότμος Soph. Ant. 1326; τέκνα Eur. Herc. Fur. 1422.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter, intolérable.
Étymologie: δυσ-, κομίζω.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκόμιστος: -ον, ὃν δυσκόλως φέρει τις, ἀφόρητος, ἀσνυπόφορος, πότμος, Σοφ. Ἀντ. 1346· τέκνα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1423

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσκόμιστος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δύσκολα μεταφέρεται («δυσκόμιστο φορτίο»)
αρχ.
αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει ή υποφέρει κανείς.

Greek Monotonic

δυσκόμιστος: -ον (κομίζω), δύσκολος στο να υποφερθεί, αφόρητος, ανυπόφορος, δυσβάσταχτος, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δυσκόμιστος: трудно переносимый, невыносимый (πότμος Soph.): δυσκόμιστόν τινα εἰσκομίζειν γῇ Eur. выполнять тяжелый долг предания кого-л. земле.

Middle Liddell

δυσ-κόμιστος, ον κομίζω
hard to bear, intolerable, Soph., Eur.